Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Color Me Mad

Προέρχομαι από δύο τρελές οικογένειες, η κάθε μια με το δικό της είδος (και εύρος…) παλαβομάρας. Με αφορμή το μνημόσυνο της πρόσφατης συγγενικής απώλειας, είδα πάλι συγγενείς που έχουμε καταλήξει να βρισκόμαστε μόνο σε σχετικά με εκκλησίες γεγονότα, και θυμήθηκα μια παλιά ιστορία· δεν ξέρω αν και κατά πόσο είναι διδακτική.

Έχω μια τρελή εξαδέλφη και τρελή θεία (η μάνα της εξαδέλφης). Ο θείος μου, Θεός σ'χωρέσ'τον αδελφός του πατέρα μου, είχε κι αυτός την παλαβομάρα του. Είχαν ένα παντοπωλείο κάπου κοντά στο Χίλτον, και κάποια μέρα (τέλη δεκαετίας του '70; Αρχές του '80; Θα σας γελάσω), Τετάρτη νομίζω, ενώ θα έπρεπε να έχει επιστρέψει στο σπίτι, είχε αργήσει πολύ. Η θεία μου άρχισε τα τηλέφωνα σε γνωστούς και φίλους, «μήπως ξέρετε πού είναι ο Γιώργος;», και στη νιοστή προσπάθεια, βρέθηκε ο γνώστης: «Σήμερα παίζει ο Παναθηναϊκός μπάλα στην Ιταλία. Μάλλον θα πήγε να δει το παιχνίδι.»

Όντως είχε πάει Ιταλία.

Η θεία μου, την οποία πειράζω ρωτώντας την αν θυμάται από τα παιδικά της χρόνια να μου πει πώς ήταν η Ακρόπολη γιαπί, δηλώνει σαφώς: «Εμένα ο άντρας μου δεν ήταν βλάχος, αλλά Ελβετός.», αφενός για να διατηρεί ένα στάτους, αφετέρου επειδή ο θείος μου είχε πάει να δουλέψει μερικά χρόνια στη Γερμανία, και πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, για κάποιο λόγο πέρασε μερικά φεγγάρια από Ελβετία. Φαντάζομαι αυτομάτως πήρε και την υπηκοότητα.

Η ξαδέλφη μου, από την άλλη —που κάθε φορά που βάφεται με μνημονεύει (βρίζει) επειδή όταν ήμαστε μικρά παιδιά της είχα κάνει ένα σημάδι στο μάτι και έτσι δεν κάθεται καλά το μολύβι— πρέπει να είναι 29 ετών εδώ και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Κάποτε ήταν 11 μήνες μικρότερή μου, αλλά για τις γυναίκες που τρέχει πολύ γρήγορα το μυαλό τους, όπως φαντάζεστε, ο χρόνος περνάει πιο αργά· έτσι έχουμε καταλήξει να έχουμε κοντά 10 χρόνια διαφορά. Εγώ δυστυχώς είμαι βλάκας και απλό ανθρωπάκι, οπότε γερνάω με τους ρυθμούς της πληβειοψηφίας.

Η ξαδέλφη μου, λοιπόν, είχε μια ανήσυχη εφηβεία. Καλά, κι εγώ είχα, αλλά εγώ ήμουν αγόρι, ντάξ; Τέλος πάντων, ο θείος μου ο Γιώργος είχε πεθάνει από το '86, όταν η κόρη του ήταν 13, και οι συνεπακόλουθες δυσκολίες μεταξύ αλλοπρόσαλλης μάνας και έφηβης κόρης γιγαντώθηκαν. Η εν λόγω έφηβη κόρη, για παράδειγμα, είχε καλέσει την αστυνομία να την πάει σπίτι της μια νύχτα, μετά από διασκέδαση, που δεν είχε λεφτά να πάρει ταξί (και όντως την πήγε περιπολικό στο σπίτι… παρότι μέχρι σήμερα διατηρεί καθαρό ποινικό μητρώο).

Οι καβγάδες μεταξύ θείας και εξαδέλφης ήταν ομηρικοί (έστω: αφαιρέστε αίμα και προσθέστε αθυροστομία). Μόνο ένα κοινό είχαν, την ωραιοπάθεια. Για παράδειγμα, σε μια καβγαδική συνεδρία όπου ήμουν παρών, η εξαδέλφη ετοιμαζόταν να βγει βόλτα (με άγνωστη ώρα επιστροφής, ως συνήθως). Η θεία μου παρατηρούσε και σχολίαζε δυσμενώς τις ενδυματικές επιλογές της κόρης της («Πάλι με τα βυζιά έξω θα βγεις;», «Αυτό είναι φούστα ή ζώνη;» κλπ). Η κόρη της έδινε εμπρηστικές απαντήσεις, και καθώς πλησιάζαμε ένα κρεσέντο, ξαφνικά η εξαδέλφη μου ρώτησε: «Να βάλω αυτό το πάνω με τη φούστα;», και ο διαιτητής σφύριξε ημίχρονο.

Η θεία μου, πολύ πιο ήρεμα, εξήγησε: «Όχι, δεν πάει αυτό.» Έψαξαν μαζί στη ντουλάπα, και μαζί κατέληξαν στο τελικό σύνολο, που ήταν πολύ πιο αποκαλυπτικό από τα ήδη δοκιμασμένα. Καθώς καμάρωναν το κοινό τους έργο στον καθρέφτη, το ημίχρονο τελείωσε και η θεία μου σχολίασε: «…αλλά τέτοια πουτάνα που είσαι, τέτοια φοράς!»

Το ότι ο μικρός Χρήστος Γεωργίου (είπαμε, εγώ είμαι ο μεσαίος) μεγάλωσε σε αυτό το περιβάλλον και κατάφερε να επιβιώσει, είναι ένα από τα μυστήρια της επιστήμης. Ένα άλλο μυστήριο της φύσης που έχω αναφέρει παλαιότερα, όπως καταλαβαίνετε έχει λυθεί.

Τι μάθαμε σήμερα;

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Contras

Πριν βγούμε για απογευματινή βόλτα με το αμάξι γύρω από το Ολυμπιακό Στάδιο¹ (κατόπιν αιτήσεως του Μενέλαου), ετοιμάζω το Μενέλαο (σώβρακο, σορτσάκι κλπ) φορώντας ένα μπλουζάκι με macedonia-is-greek θέμα και πνεύμα.

Ο Μενέλαος με ρωτάει: «Ποιοθ είναι αυτόθ;»
«Αυτός, παιδί μου, είναι ο Μέγας Αλέξανδρος.»
«Όχι… αυτόθ… είναι… ο Μέγαθ Μενέλαοθ.»

Υποκλίνομαι. Όταν μεγαλώσουν τα παιδιά μου, ελπίζω να θεωρούν πως είμαι με το μέρος τους (και προφανώς αναφέρομαι στο δικό μου συμφέρον). Από τη στιγμή που το συνειδητοποίησα αυτό, ο βαθμός δυσκολίας γονέα ανέβηκε ένα κλικ.

¹ Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έχουν ακούσει τα παιδιά όταν σχολιάζω την Αγορά, τη χρησιμότητά της και το κόστος της (πάντως δεν βρίζω πέρα από το χαρακτηρισμό «μια βλακεία και μισή». Ναι, γνωρίζω τις ευφυείς αρχιτεκτονικές ιδέες και περί προσανατολισμού και περί αξιοποίησης του υλικού, αλλά χέστε με.)

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Solitary Instincts

Δεν εξελίσσεται μόνο η τεχνολογία και η νοημοσύνη του ανθρώπινου είδους· αν νομίζετε πως τα μόνα ένστικτα που σας διακατέχουν είναι τα προαιώνια (πείνα, αναπαραγωγή, φόβος κλπ), κάνετε μέγα λάθος. Το είδα με τα μάτια μου χθες το βράδυ.

Πριν πάει για ύπνο, ο Αλέξανδρος πέρασε και με είδε να παίζω κάποιο solitaire, που είχα ανοίξει για να ξεσκάσω λίγο. Ζήτησε να παίξει κι εκείνος, οπότε έψαξα να βρω μια πασιέντζα που να μπορεί να παίξει ένα 4+χρονο παιδί. Του έβαλα την πασιέντζα Ρολόι, όπου τραβάς από τη μέση και τα μοιράζεις όπως σε ένα ρολόι, με τους ρηγάδες στη μέση.

Λίγο μετά, πέρασε και ο Μενέλαος και έκατσε όρθιος από δίπλα. Όταν ο Αλέξανδρος με ρώτησε «μπαμπά, πού να βάλω το δύο;», πετάχτηκε ο Μενέλαος «εκεί!»
«Πού εκεί;» λέει ο Αλέξανδρος.
Πάει να κουνήσει το ποντίκι ο μικρός την ώρα που το κρατάει ο μεγάλος, κι εκείνος του τσιρίζει «ΜΗ!». Τραβάει τότε μια καρέκλα ο μικρός, ανεβαίνει επάνω και δείχνει του μεγάλου (σωστά) πού να βάλει το δύο: πάνω σε ένα άλλο ήδη υπάρχον.

Κάτι σαν την υποσημείωση σε μια παλαιότερη ανάρτησή μου… το σύγχρονο ένστικτο του «εκεί-μπαίνει-το-χαρτί-ρε-ηλίθιε-καλά-τόση-ώρα-δεν-το-βλέπεις-κι-εγώ-που-ήρθα-τώρα-το-είδα-αμέσως»…

Σήμερα το πρωί πέρασε ο παππούς Θανάσης και τους πήρε για βόλτα. Εγώ έκατσα σπίτι, μπας και κάνω και καμία δουλειά στον υπολογιστή. Λίγη ώρα πριν την τυπική επιστροφή για μεσημεριανό, ο πατέρας μου με παίρνει τηλέφωνο να μου πει: «θέλουν να φάνε κουλούρι, να τους πάρω;» «Να τους πάρεις, αλλά να το φάνε αφού φάνε το φαγητό.» Ο πατέρας μου τους μεταφέρει την απάντηση, και ανάμεσα στις άλλες γοερές διαμαρτυρίες, ακούγεται ο Αλέξανδρος: «Αν ήμουν με τον παππού Μενέλαο, τώρα θα έτρωγα κουλούρι.»

Με τα πολλά ήρθαν, και κατέστρωσα επιτόπου ένα νομοσχέδιο: όσο ποσοστό φαγητού φας, τόσο ποσοστό κουλουριού θα φας. Ο Μενέλαος (γνωστός πεινάλας) σχεδόν τελείωσε το φαγητό, οπότε και σχεδόν έφαγε το κουλούρι (μείον πατρική παρακράτηση… αλλά ορκίζομαι στην ομορφιά μου πως έφαγα το ποσοστό που δικαίως δεν θα έτρωγε!). Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να μαζέψει το υπόλοιπο φαγητό σε μια άκρη, αλλά όταν επαναφέραμε το ύψος στην αρχική του κατάσταση, διαπιστώσαμε πως είχε φάει μόνο το μισό. Του έκοψα μισό κουλούρι το οποίο και άρχισε να τρώει. Δεν παρακράτησα τίποτα για να βοηθήσω το λαό στις δύσκολες εποχές όπου ζούμε.

Αρχίζω το λογύδριο: «δουλειά εμένα και της μαμάς και των παππούδων και των γιαγιάδων είναι να μεγαλώσετε και να είστε έξυπνοι και καλοί και γεροί. Καλό το κουλούρι, αλλά όλα τα θρεπτικά συστατικά είναι στο φαγητό, γι' αυτό και—»

Την ώρα που του έλεγα αυτά, είχε σηκώσει το ποτήρι νερό και έπινε. Σταμάτησε να πίνει για να μου πει «δεν θα συζητήσουμε τώρα, γιατί πίνω νερό.»

Σηκώνομαι όρθιος και γυρνάω από την άλλη για να συγκρατήσω τυχόν γέλιο. Κατεβάζει το ποτήρι ο Αλέξανδρος και λέει: «Έλα, πες μου, ήπια νερό.»

Δεν μας χέζεις ρε ένα-μύριο-ανά-προσφώνηση, λέω εγώ… :)

Και υστερόγραφο (για εσωτερική κατανάλωση): μου λέει ο Αλέξανδρος να πάρει τηλέφωνο τον παππού Μενέλαο. Βρίσκω τον αριθμό, δίνω το ασύρματο στον Αλέξανδρο, βάζει ανοικτή ακρόαση, αρχίζει να μιλάει με τον παππού. Όταν κάποια στιγμή του λέει ο παππούς «Κλείσε, καμάρι μου, θα σε πάρω τηλέφωνο και το απόγευμα», ο Αλέξανδρος σχολίασε: «Ναι, το ξέρω.»

Και δεύτερο υστερόγραφο, επιβεβαιώνοντας μια ανάρτηση από τον Άρχοντα των Μηνυμάτων: ο Αλέξανδρος στο σαλόνι μίλησε και με τη γιαγιά Αλεξάνδρα (πάντα στην αγαπημένη του ανοικτή ακρόαση :), που τον ενημέρωσε πως του πήρε (και εκείνη) Καραγκιόζη που κουνιέται. Όταν μου έφερε το τηλέφωνο στην κουζίνα, μου λέει: «Όταν ξυπνήσουμε το απόγευμα, πάμε στη γιαγιά Αλεξάνδρα;» «Μπα! Πώς και σου ήρθε η επιθυμία;» «Έτσι… απλά, να τη δούμε…» κουνώντας ανέμελα το χέρι του.