Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Ευπειθώς αναφέρω

Έχουμε παρκάρει τα παιδιά στη Λευκάδα από το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, παρέα με τα πεθερικά μου.

Πριν λίγο χτύπησε το τηλέφωνό μου (ευτυχώς όχι σοβαρά, δεν το βαριέμαι ποτέ αυτό το αστείο, thank you, I'll be here all week) αλλά δεν το πρόλαβα. Το είδα και ήταν κλήση από την πεθερά μου. Κάλεσα πίσω και αμέσως απαντάει ο Αλέξανδρος.

—Μπαμπά!
—Παιδί μου!
—Εγώ σε κάλεσα! Σε βρήκα από τις επαφές και σε πήρα!
—Μπράβο, αγάπη μου!
—Μπαμπά;…
—Ναι, παιδί μου!
—Το τηλέφωνο του παππού το έχεις;
—Το έχω το τηλέφωνο του παππού.
—Θέλω να τον πάρεις και να του πεις πως ο Αλέξανδρος, εγώ δηλαδή, του θυμίζει ότι σήμερα υποσχέθηκε να μη πάει στο καφενείο, αλλά άμα πήγε, να κάτσει λίγο με τον φίλο του τον δάσκαλο και μετά να έρθει επάνω [στο σπίτι].
—Εντάξει, παιδί μου.
—Άντε γεια.

Η γραμμή κλείνει, και εκτελώ πειθήνια τις εντολές του τζούνιορ του πρεσβύτερου.

Προχθές είχε πάλι χτυπήσει το τηλέφωνό μου και ήταν ο πεθερός μου. Μου μίλησε ο Μενέλαος:

—Μπαμπά;
—Παιδί μου!
—Μπαμπά;
—Παιδί μου! [έτσι είναι το πρωτόκολλο μεταξύ μας, double handshake, για λόγους που ίσως μπορείτε να φανταστείτε)
—Μπαμπά, να σου πω κάτι;
—Να μου πεις, αγάπη μου.
—Μπαμπά… [και ψιθυριστά:] είσαι σκατόφατσα.
—Κι εσύ είσαι βρωμιάρης!

(«Βρωμιάρης» και «Σκατόφατσα» είναι τα callsigns που έχουμε στα κράνη μας όταν πετάμε και πολεμάμε.)

Είχαμε βγει πριν κάνα μήνα για καφέ με μια παρέα που γνωριζόμαστε online και έχουμε ένα κοινό χόμπι. Είχε έρθει και η Αθανασία με τα παιδιά, παρέα με το Γιάννη, νονό του Αλέξανδρου (ο Αλέξανδρος έχει αποφασίσει το «νονέ» να το συντομεύει σε «νον»), την σύζυγό του Κατερίνα και τη μικρή τους Χρυσάνθη. Οι τελευταίοι αποφάσισαν να κάτσουν πιο μακριά και να αφήσουν εμάς τους χομπίστες να πούμε τα δικά μας (βασικά θα βαριούνταν αφόρητα την κουβέντα μας). (Παρεμπιπτόντως, από εκείνη την έξοδο περνάω ένα προσωπικό δράμα λόγω ανελέητου δουλέματος από τη γυναίκα μου, αλλά δεν μπορώ να επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Ίσως κάποτε στο μέλλον, όταν τα τραύματα θα έχουν επουλωθεί αρκετά :) )

Δυο μέρες πιο μετά, επρόκειτο να βγω για καφέ να γνωρίσω δύο ακόμα εκλεκτούς συνεργάτες που δεν είχα γνωρίσει ως τότε. Η Αθανασία προλογίζει στα παιδιά:

—Ο μπαμπάς θα βγει πάλι αύριο για καφέ… με γυναίκα.

Ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να μην αντιδράσει:

—Ε, και τι έγινε; Ο μπαμπάς βγαίνει για καφέ με πολλές γυναίκες! Κάθε μία του δίνει πέντε ευρώ για να πληρώσει τον καφέ, και στο τέλος θα μαζέψουμε χίλια ευρώ και θα γίνουμε πλούσιοι!

Τα νοήματα σε αυτή την πρόταση είναι τόσο συμπυκνωμένα και περιπλεγμένα, που αφήνω εσάς να βγάλετε συμπεράσματα μόνοι σας. Δεν μπορώ όμως να μη τονίσω πόσο ενθουσιασμένος είμαι που ο Αλέξανδρος συνδυάζει αβίαστα άφεση, πρακτικότητα και αισιοδοξία. Αφού θα του τάξω ότι εκείνος θα οδηγήσει πρώτος το αυτοκίνητο.

Ο Μενέλαος ένα βράδυ ξαπλωμένος, κι εγώ δίπλα του. Ορέγομαι να δαγκώσω τη γάμπα του και του λέω:

—Θα σε φάω!
—Ναι, αλλά αν με φας, μετά δεν θα έχεις παιδί.
—Μπα, θα έχω τον Αλέξανδρο.
—Δεν είναι το ίδιο.

Ο Μενέλαος παρεμπιπτόντως συνεχίζει να πατάει αδυσώπητα τα κουμπιά της μάνας του (και οποιουδήποτε άλλου εύκαιρου) με μεθόδους τύπου «κλαψούρισμα», «βούρκωμα» κτλ. Μπορεί να μη καταφέρνει πάντα αυτό που θέλει, όμως θα ασκήσει το μερίδιο εξουσίας του. Μη ξεγελιέστε, όμως, από τον τρόπο που μιλάμε ο ένας στον άλλον. Έχει εμπεδώσει ότι ο καλύτερος τρόπος να καταφέρει κάτι μαζί μου, είναι η ευθύτητα, στο βαθμό που μπορεί να την εκφράσει.

Πήγαμε, λοιπόν, το Σ/Κ στη Λευκάδα, και φτάσαμε νωρίς. Προλαβαίναμε να κάνουμε ένα πρωινό μπάνιο. Αφού βουτήξαμε, λοιπόν, καθόμαστε στο πεζούλι ανάμεσα στην παραλία και στο δρόμο, εκεί που παλιά παίζαμε παιχνίδι ποιος θα βρει τις περισσότερες μάρκες αυτοκινήτων. Σταματάει ένα αυτοκίνητο και μας δίνουν κάτι φυλλάδια-προσκλήσεις για παράσταση Καραγκιόζη. Κάτι δεύτερα ξαδέρφια των παιδιών (από εξαδέλφη της Αθανασίας) φτιάχνουν πρόχειρες σαΐτες με τις προσκλήσεις. Ο Μενέλαος μου ζητάει να του φτιάξω κι εκείνου μία, το οποίο και γίνεται.

Προσπαθεί να πετάξει μακριά τη σαΐτα, αλλά δεν τα καταφέρνει. Έρχεται σ' εμένα (τις προηγούμενες ημέρες ήταν παρκαρισμένος στη μάνα μου, πήγαμε τους πήραμε Παρασκευή και Σάββατο πρωί πήγαμε Λευκάδα, οπότε είχε ξεσυνηθίσει λίγο το mode «πώς να τα καταφέρω με τον μπαμπά») και μου λέει σχεδόν κλαψουριστά: «Μπαμπά, γιατί δεν πάει μακριά;»

Τον κοιτάω μια στιγμή, αλλά χαλάλι. «Επειδή την πετάς κόντρα στον άνεμο. Για πέτα την από εκεί!» του λέω, και την πετάω από εκεί. Φτάνει μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο, οπότε στα μάτια του Μενέλαου είναι πια χαμένη υπόθεση. Κανονικό κλαψούρισμα τώρα:

—Γιατί την πέταξες; Κι εγώ… [και τώρα τον κοιτάω κανονικά και με κοιτάει κι εκείνος και θυμάται σε ποιον μιλάει] …κι εγώ που έκανα τόσο κόπο για να σου πω να μου τη φτιάξεις;

Είναι δύσκολη η ζωή και απαιτεί από τα παιδιά πολύ περισσότερη ευελιξία την σήμερον από ό,τι παλαιότερα.

Είχα και κάτι άλλα να πω, αλλά τα έχω ξεχάσει σε όλο αυτό το μεσοδιάστημα της βλογικής απραγίας. Αν μου έρθουν, θα επανέλθω. Τσίριο!