Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα children. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα children. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Ατάκες

Καλό το FB, αλλά πολύ εφήμερο. Αντιγράφω εδώ τις ιστορίες που ίσως να θέλουν αργότερα να διαβάσουν τα παιδιά, αγαπητέ φίλε αναγνώστη Μπάμπη. Μην αλλάζεις πλευρό :)


Κόνιτσα, Μεγάλο Σάββατο 2017.

Πρωί, στην κουζίνα. Ο Μενέλαος τρώει πρωινό, ο Αλέξανδρος έχει φάει. Η γιαγιά Ιωάννα έρχεται από την εκκλησία (μάλλον από το άφτερ) και μπαίνει στην κουζίνα. Βλέπει τη φίλη Μαρία να κάθεται στο μπαλκόνι, της λέει: «Μπες μέσα, κούκλα μου, κάνει κρύο έξω.»
«Έχει ήλιο, εντάξει.»
«Ε, όσο ήλιο και να έχει…»

Ο soon to be 11χρονος Αλέξανδρος πετάγεται και λέει: «Άμα κρυώνεις εσύ, γιαγιά, δεν σημαίνει ότι κρυώνουν και οι άλλοι!»
Η γιαγιά τον κοιτά και του λέει: «Εσύ μην αφήσεις να πέσει τίποτα…»
Και ο Αλέξανδρος κατεβάζει το παντελόνι της πυτζάμας και ανακράζει: «Μου έπεσαν τα βρακιά!»


Σπίτι, 19 Απριλίου 2017.

Επιστρέψαμε από τας Πασχαλινάς διακοπάς και χαλαρωτικά πριν τον ύπνο χαζέψαμε οικογενειακώς το νέο επεισόδιο από Dr Who. (Ακολουθούν mild spoilers για όποιον δεν είδε το επεισόδιο.)

Σκηνή: η κοπελίτσα είναι στο σπίτι και ακούει την βρύση στο μπάνιο να τρέχει. Η μάνα της την παίρνει τηλέφωνο και έτσι η κοπελίτσα συνειδητοποιεί πως κανονικά θα έπρεπε να είναι μόνη στο σπίτι. Πιάνει μια ομπρέλα και πηγαίνει προς το μπάνιο.
Αλέξανδρος: «Η ξανθιά θα είναι!» (μια κοπέλα που χάθηκε μέσα σε μια λακούβα νερό νωρίτερα)
Αθανασία: «Ο Δόκτορ Χου θα είναι!» (safe bet)
Εγώ: «Ο εαυτός της θα είναι!» (smart-arse)
Ο Μενέλαος λάμπει διά της σιωπής του.
Εγώ: «Άντε να δούμε ποιος από όλους έχει δίκιο.»
Αλέξανδρος: «Όχι όλοι, ο Μενέλαος δεν είπε.»
Εγώ: «Σωστά, ο Μενέλαος δεν μάντεψε κανέναν.»

Η κοπέλα ανοίγει την πόρτα του μπάνιου και μέσα δεν είναι κανένας.
Ο Μενέλαος σηκώνει τα χέρια και λέει: «Νίκησαααααα!»

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τραβάει την κουρτίνα στη μπανιέρα, και ακόμα δεν βλέπουμε κανέναν. Ο Μενέλαος επαναλαμβάνει: «Νίκησαααααα!», όμως η κάμερα κατεβαίνει μέχρι την υδρορροή και βλέπουμε κάπου βαθιά το μάτι μιας κοπέλας.
Ο Αλέξανδρος λέει: «Ναι, η ξανθιά ήταν.»
Εγώ: «Οπότε τελικά ο Αλέξανδρος είχε δίκιο.»
Μενέλαος: «Έχασααααααα!»

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Αυτό πια παραπάει

Βλέπαμε το Ant-Man οικογενειακώς, και κάποια στιγμή βλέπω κάτι το οποίο απλά ΔΕΝ υπάρχει: στη μάχη μεταξύ του καλού και του κακού, ο καλός πετάει ένα βαγόνι από τον Τομάς το τρενάκι στον κακό, και ο κακός το χτυπάει με λέιζερ και αυτό ΕΚΡΗΓΝΥΤΑΙ.

Όπως καταλαβαίνετε, επιτόπου βαράω μπιέλα και πατάω παύση και λέω: «Πάνε καλά; Εκρήγνυται το βαγόνι; Τι έχει μέσα και εκρήγνυται;!» Ο Αλέξανδρος συμφωνεί, και το μόνο θήλυ της οικογένειας μας κοιτάει κοροϊδευτικά και λέει: «Αυτό σας πείραξε;»

Και φυσικά αυτή η ατάκα είναι που μας κάνει να ξεπεράσουμε τα όριά μας. Εγώ αρχίζω να εξηγώ φωνάζοντας το factual error όσο πιο επιστημονικά μπορώ (λέιζερ, ταχύτητα μετατροπής αποθηκευμένης ενέργειας σε θερμική κτλ), ο Αλέξανδρος αρχίζει να αναπτύσσει τις ψευδοθεωρίες που τόσο εύκολα χρησιμοποιεί ώστε στο μέλλον να ζαλίζει τα κορίτσια και τους ψηφοφόρους του, ενώ ο Μενέλαος επιδεικνύει τυπική συμπεριφορά των σπηλαίων, σχεδόν αφρίζοντας, ουρλιάζοντας ακατάληπτα, χοροπηδώντας εδώ κι εκεί και προσπαθώντας να διαρρήξει τα ιμάτιά του.

Και αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ αντρών και γυναικών, κυρίες και κύριοι: πώς τα δύο φύλα αντιλαμβάνονται τη διασκέδαση.

Λίγο αργότερα, στη διαδικασία αποφυγής της επανάληψης των μαθημάτων πριν την αποφράδα σχολική εβδομάδα, με φωνάζει ο Μενέλαος και μου λέει: «Μπαμπά, βλέπεις αυτό το μαύρο σημαδάκι στον τοίχο απέναντι;»

Πάμε μαζί από το σαλόνι στο χολ, όπου κάπου κοντά στον μικρό καθρέφτη που έχουμε δίπλα στην εξώπορτα υπάρχει ένα πεθαμένο κουνούπι από το καλοκαίρι (το κουνούπι που έχουμε αφήσει εκεί ως προειδοποίηση στα άλλα, ώστε να ξέρουν ότι we don't need no stinking mosquitoes in here, ότι δεν θα ανεχτούμε παραβίαση του εναέριου χώρου μας από κομμουνιστικά (red-lovin', get it?) ιπτάμενα και χωρίς προειδοποίηση θα εξαπολύσουμε τα παντοφλικά μας συστήματα εναντίον τους), και μου λέει ο Μενέλαος: «Να ο Ant-Man, μπαμπά.»

«Όχι, παιδί μου» του λέω, «αυτός είναι ο Κνούπ-Man.»

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Οπτικοακουστική βιβλιοθήκη

Γενικώς, ο μικρός Μενέλαος έχει μια πολύ καλή μνήμη για σχήματα και σύμβολα. Συχνά, βλέποντας μια ταινία, πετάγεται να πει «Κοίτα, μπαμπά, το σύμβολο από το…» και αναφέρει πού είχε ξαναδεί αυτό το σύμβολο/σχήμα/οτιδήποτε.

Σήμερα όμως με εντυπωσίασε με την ακουστική πλευρά του θέματος. Βλέπαμε τους Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού (Raiders of the Lost Ark) (με αφορμή που ξεκινήσαμε να παίζουμε στο ScummVM το Indiana Jones and the Fate of Atlantis), και σε μια σκηνή με πομπή αυτοκινήτων πέφτει κραυγάζοντας ένας γερμανός στρατιώτης στο παρμπρίζ του από πίσω τζιπ. Πετάγεται, λοιπόν, ο Μενέλαος και είπε: «Περίμενε, μπαμπά! Αυτή την κραυγή την έχει σε πολλά, την έχω ξανακούσει!»

Εγώ έχω το πλεονέκτημα να ξέρω αυτήν την κραυγή, αλλά ο Μενέλαος την εντόπισε μόνος του…

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Στο ατάκα-τάκα

Έχω πολύ καιρό να γράψω εδώ, στην ήσυχη γωνιά μου, χωρίς έξωθεν (εκατέρωθεν…) παρενοχλήσεις. Οπότε θα αποτυπώσω για ακόμα μία φορά τα φραστικά πάρε-δώσε με τα τέκνα, ελπίζοντας πως θα διατηρηθούν αρκετά χρόνια ώστε να έχουν να διαβάζουν, κι ας μη βάζω πολλές εικονίτσες!

Ήμαστε μαζί στο σπίτι, μετά το τέλος του σχολείου και πριν το παρκάρισμα σε παππουδογιαγιάδες. Σε εμάς, αυτό σημαίνει πως θα αργήσουμε να κοιμηθούμε όσο μπορούμε.

Τεσπά, έχουν πάει με τα χίλια ζόρια να ξαπλώσουν, και εκκρεμεί να πάω να κάτσω λίγο μαζί τους. Στη φάση που είμαι για μέσα, ακούω τυπικό αδερφικό σαματά. (Α, ναι, ξεχνάω κάτι που δεν ξέρω αν το έχω καταστήσει σαφές: είμαι φανατικός οπαδός της ειλικρίνειας, και από εμένα προς εκείνους, και από εκείνους προς εμένα, υποστηρίζοντας μάλιστα πως όλα θα τα βρούμε, αρκεί να μη λέμε ψέματα μεταξύ μας. Το έχουν εμπεδώσει στην πράξη πολλάκις.)

Πάω, λοιπόν, μέσα, και ξεκινάει το κλασικό θέμα:
–Τι έγινε;
–Ο Αλέξανδρος μου είπε πως είμαι βλάκας!
–Δεν σε είπα βλάκα, είπα—
–Με είπες!
–Δεν σε είπα!
(REPEAT UNTIL thermal_death_of_universe).
Οπότε είπα να παρέμβω. Γυρνάω προς τον Μενέλαο:
–Μενέλαε, παιδί μου, είναι απλό. Είσαι βλάκας;
–Όχι!
–Ε, τότε μη δίνεις σημασία σε ό,τι κι αν σου πει ο Αλέξανδρος.

Κάθομαι λίγο στον έναν (Αλέξανδρο), μετά στον άλλον (Μενέλαο), μετά είναι ώρα να φύγω. Τότε είναι η στιγμή που παραδοσιακά θυμούνται πως κάτι έχουν ξεχάσει, οτιδήποτε για να σηκωθούν για μια τελευταία βόλτα. Λέει ο Μενέλαος:
–Ξέχασα το νερό μου! Θα διψάσω!
–Ε, άμα είναι να διψάσεις, πήγαινε πάρε το.
Στη διαδικασία των κινήσεων για να σηκωθεί, πιάνει κάτι.
–Ωχ. Εδώ το έχω. Νόμιζα πως είναι μέσα. (με απογοήτευση που δεν έπιασε το κόλπο)
Τον κοιτάω στο μισοσκόταδο σοβαρά και του λέω:
–Μενέλαε, σου έκανα μια ερώτηση πριν… και νομίζω πως μου είπες ψέματα.

Γελούσαμε και οι τρεις μαζί. Λάτρεψα τη στιγμή.

Την επόμενη ημέρα, τους πήγαινα για τη μάνα μου, οπότε τους είπα πως περιέγραψα το χθεσινοβραδινό στον νονό Αργύρη για να γελάσει εκείνος. Επαναλαμβάνω όλη τη στιχομυθία, γιατί τους αρέσει να ακούν έξωθεν τα κατορθώματά τους. (Θα πρέπει να γυρνάω ταινία τη ζωή τους με voice-over, όπως μου ζητούν να κάνω καμιά φορά όταν μάχονται ή παίζουν μπάλα). Αφού ξαναγελάμε, λέει ο Αλέξανδρος:
–Βγήκε αληθινή η προφητεία!
–Ποια προφητεία, παιδάκι μου;
–Ότι είναι βλάκας ο Μενέλαος.
–Γιατί προφητεία;!
–Αφού από πριν το είπα!

Προχθές πήγαμε από τη μάνα μου, όπου τους έχουμε παρκάρει, για να περάσουμε μεγάλο μέρος του ΣΚ παρέα. Ήταν οι μέρες που αποφασίσαμε οικογενειακώς να επενδύσουμε στην εκμάθηση χαρτοπαιγνίων, και δη αγωνίας ή δηλωτής. Ο Μενέλαος (αναμενόμενα) φαίνεται να είναι μεγάλο χαρτόμουτρο, και θα ψάξω να βρω πώς ακριβώς θα προωθήσω το ταλέντο του παιδιού.

Κατόπιν προτίμησης του Αλέξανδρου, κάποια στιγμή βρεθήκαμε μοιρασμένοι σε ζεύγη: ο Μενέλαος με την Αθανασία, και εγώ με τον Αλέξανδρο. Παίζαμε, λοιπόν, αγωνία, και κάποια στιγμή μου λέει ο Αλέξανδρος:
–Μου αρέσει πολύ να παίζω χαρτιά μαζί σου!
–Χαίρομαι, αγάπη μου.
Σιωπή ελάχιστων δευτερολέπτων, και μου λέει:
–Εσύ δεν έχεις κανένα κομπλιμέντο να μου πεις;

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Πρόσφατες ατάκες

Σημερινές, actually

Γυρίσαμε από σχολείο. Τους φτιάχνω μεζεκλίκι (ψωμί με ροκφόρ και μαργαρίνη και ξερό σκόρδο, έχουμε εξεζητημένα γούστα), βάζω φασολάκια να φάω.

Ο Αλέξανδρος έρχεται να μου πει: «Αν με είδες να κοιτάζω την ταμπλέτα πριν κάνω τα μαθήματα, να ξέρεις ότι μπήκα να δω μόνο μια στιγμή αν χρειάζεται τίποτα η φάρμα και να γυρίσω τον τροχό.»
Τον αγκαλιάζω και του απαντώ «Μα με έχεις κάνει να σε εμπιστεύομαι ότι θα κάνεις αυτό που πρέπει χωρίς να ξεχαστείς, και χαίρομαι για αυτό. Εν αντιθέσει με τον Μενέλαο…» και γυρνάω να κοιτάξω τον Μενέλαο, που κοιτάζει το ταβάνι, σηκώνει τα χέρια ψηλά, φωνάζει: «Εξωγήινοι! Εξωγήινοι!» και το βάζει στα πόδια.

Κάθομαι να φάω, και κάθεται και ο Μενέλαος δίπλα για να κάνει τη φωτοτυπία του. Ο Αλέξανδρος κάθεται στο σαλόνι. Έρχεται μια στιγμή να ξύσει το μολύβι του με την ξύστρα του Μενέλαου και λέει: «Αυτό δεν είναι ξύστρα, είναι ένας δαίμονας που καταστρέφει τα μολύβια.» Πάει πάλι μέσα. Ο Μενέλαος του φωνάζει: «Μα ξύστρα είναι!» Του λέω «Αστείο έκανε ο Αλέξανδρος, βρε.» Έρχεται πάλι ο Αλέξανδρος και λέει σοβαρά: «Δεν είναι καθόλου αστείο. Το εννοώ.» και μου δείχνει το κακοξυσμένο μολύβι.

Κάνει μαθηματικές πράξεις ο Μενέλαος δίπλα, με την περιστασιακή βοήθεια από εμένα, συνήθως δια της Σωκρατικής και ένα σωρό παραπλήσια παραδείγματα που ή θα βοηθήσουν το παιδί ή θα το καταρρακώσουν εντελώς διανοητικά, αλλά τι να κάνουμε, εγώ τους έτυχα. Γράφει μόνος του το «34» δίπλα στο 32+2 και μου λέει: «Κόντεψα να βάλω τόνο, γιατί μέσα στο μυαλό μου σκεφτόμουν: "Τριάντα τέεεεεεεσσερα"!»

(Αυτά για την ώρα, πάω να συνεχίσω τα φασολάκια. Αναρωτιέμαι: αν έτρωγα μακαρόνια με κιμά, με την ίδια προθυμία θα σηκωνόμουν για να αποτυπώσω στην ιστορία τον συγκλονιστικό τρόπο σκέψης των μικρών μου; Άσκηση για τον μαθητή.)

Είναι πια απόγευμα, και έχουμε μαζευτεί όλοι στο σπίτι. Η Αθανασία ετοιμάζει μπιφτέκια με πατάτες για αύριο και ο Μενέλαος πάει και της λέει: «Μαμά, διψάω, θέλω νερό.» Του απαντάει η μάνα του: «Δεν μπορώ τώρα, πλάθω μπιφτέκια.»
Ρωτάει, λοιπόν, εύλογα ο Μενέλαος: «Και είναι πιο σημαντικά τα μπιφτέκια από εμένα που διψάω;»
«Ναι, αυτή τη στιγμή είναι.» του λέει η μάνα του.
«Μπορείς να αντέξεις δύο λεπτά μέχρι να πιεις νερό.» παρεμβαίνω κι εγώ.
«Όχι, κοίτα!» λέει ο Μενέλαος όρθιος δίπλα στην καρέκλα του και λιποθυμάει, ευτυχώς χωρίς να πέσει με πολλή φόρα ο κορμός του πάνω στην καρέκλα, λες και το έκανε επίτηδες. Τυχερό αυτό το παιδί.

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Ανατροπές

Όταν ήμουν μικρός, με γοήτευε η ιδέα του μεγαλείου μέσω αθωότητας. Όχι, πολύ φαντεζί ακούγεται· αναφέρομαι στην έννοια πως, οι άνθρωποι, όσο δεν ξέρουν ποια είναι τα όριά τους, μπορούν να κάνουν πολλά, ίσως υπεράνθρωπα πράγματα. Βέβαια, έστω κι έτσι, ήξερα ότι κάποιος που αγνοεί τον νόμο της βαρύτητας παραμένει ανίκανος να πετάξει. Αλλά η ομορφιά της σκέψης παραμένει μέσα μου. Κάπως σαν τον μύθο του νεαρού σαολίν, που φυτεύει ένα τόσο δα δεντράκι, και σε καθημερινή βάση το ποτίζει, το φροντίζει και πηδάει καμιά δεκαριά φορές από πάνω του… επί χρόνια. Πολλά χρόνια.

Κατέβασα ένα free app of the day στο Kindle Fire HD, ονόματι Mind Games. Διάφορα παιχνίδια που εξασκούν μνήμη, παρατηρητικότητα, ταχύτητα, λογική κτλ. Μπορείς να φτιάξεις διαφορετικά accounts ώστε όλοι στην οικογένεια να εξασκούνται (ή να μετρούν τα virtual pay τους, ας πούμε δύο αδέρφια μεταξύ τους ;) ). Εγώ επιβεβαίωσα όπως τα ήξερα και τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία μου. Έβαλα και στα παιδιά να παίξουν.

Ένα από τα παιχνίδια είναι το εξής: βλέπεις 4×4=16 εικόνες. Διαλέγεις μία. Οι εικόνες αναδιατάσσονται, διαλέγεις ξανά την ίδια, συν μία ακόμα. Αναδιάταξη. Διαλέγεις τις δύο που διάλεξες, με την ίδια σειρά, και διαλέγεις μια τρίτη. Recurse μέχρι το τέρμα.

Αφήνω τον Αλέξανδρο να παίξει αυτό, πάω στην κουζίνα. Μου έρχεται μετά από λίγο, μου λέει «Δεν κατάφερα και τις 16, μόνο μέχρι 15.» Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσε, όμως στο σκορ βλέπω ένα 100% και χαρακτηρισμό “Mental Astronaut”. Εγώ 100% έπιασα μόνο σε ένα παιχνίδι “trivia”, όπου έχεις την απάντηση σε τέσσερα κομμάτια (πχ nc, Li, n, ol→Lincoln) και πρέπει να τα πατήσεις γρήγορα και με τη σωστή σειρά. Στα παιχνίδια μνήμης πιάνω κάτι 80-90% στην καλύτερη περίπτωση, όχι επειδή έχω τόσο καλή μνήμη, αλλά μάλλον επειδή οι υπόλοιποι συνομήλικοί μου μάλλον έχουν χειρότερη!

Στο παιχνίδι που έπαιξε ο Αλέξανδρος, πάνω από 8 δεν έχω πιάσει. Ίσως με εξάσκηση να πιάσω 10. Δεν ξέρω. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Άλλο θέμα θέλω να αποτυπώσω.

Παιδί μου, αν ποτέ διαβάσεις αυτές τις παραγράφους, να ξέρεις πως χθες ήταν η πρώτη φορά που ξεπέρασες κάπου τον πατέρα σου. Όχι απλώς με ξεπέρασες, αλλά έκανες κάτι που εγώ, από όσα ξέρω για τον εαυτό μου, δεν μπορώ να κάνω. Προς το παρόν, σε νικάω σε διάφορα παιχνίδια, ξέρω περισσότερα, κάποια πράγματα τα κάνω καλύτερα. Όμως είναι προσωρινό, και το έχω υπόψη μου. Εύχομαι κάποτε να είμαι ένα συμπαθητικό γεροντάκι που δεν μπορεί να καταλάβει πώς δουλεύει αυτό το νέο μαραφέτι στο σαλόνι, και εσύ να το θεωρείς ηλίου φαεινότερο και συγκαταβατικά να διορθώνεις το τότε αντίστοιχο του «12:00-που-αναβοσβήνει». Είσαι σε καλό δρόμο. Ανυπομονώ!

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Trust me… I know what I'm doing

Χθες το απόγευμα, τα παιδιά ήταν με τον παππού, και άρα δεν πρόλαβαν να κάνουν τα μαθήματά τους. Μετά, είχαμε παιδικό πάρτι. Σήμερα το πρωί, προπόνηση. Αλλά τώρα, έπρεπε να τα κάνουν πριν δουν τηλεόραση και τα σχετικά.

Ο Μενέλαος χαζολόγαγε, ο Αλέξανδρος ξεμπέρδεψε γρήγορα (κι έπιασε να διαβάσει το τρίτο βιβλίο του επιθεωρητή Κλουζ, ευχαριστούμε Βασούλα που μας έκανες δώρο ένα από τη σειρά! Το αγάπησε και τα πήραμε από την αρχή :) )

Πριν, όμως, ξεμπερδέψει, ο Αλέξανδρος μού έφερε την αντιγραφή που είχε μόνο, και μου είπε:
«Το τελείωσα, δεν έχω άλλο, σ'το ορκίζομαι!»
«Μου το ορκίζεσαι; Χμ…» λέω.
«Γιατί "χμ";»
«Επειδή δεν αμφέβαλλα πως μου έλεγες την αλήθεια, αλλά τώρα που βλέπω ότι μου το ορκίστηκες από μόνος σου, αρχίζω να ανησυχώ μήπως τις άλλες φορές δεν μου έλεγες την αλήθεια.»
«Σου έχω πει ποτέ ψέματα;…», στρέφεται κι αναχωρεί πάλι για το σαλόνι, «…τις τελευταίες ημέρες;»

Και το σχετικό κομματάκι αφιερωμένο σε όλη την ομήγυρη.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

ΚαλΟμελέτα κι έρχεται

Χθες, ελλείψει άλλου φαγητού, έλαβα εντολή από την Αντμιράλαινα άμα τη επιστροφή μου στο σπίτι να φτιάξω ομελέτα για τα παιδιά για το σχολείο για σήμερα. Φτάνω στο σπίτι και γίνεται κουβέντα ολόκληρη: ο Αλέξανδρος γουστάρει τρελά ομελέτα «σπέσιαλ» όπως την κάνω, ο Μενέλαος λέει πως δεν του αρέσει καθόλου, αλλά καταλήγουμε πως συμβιβάζεται άμα δεν του έχω βάλει τυριά και πατάτες μέσα, οπότε η ομελέτα έγινε δύο ομελέτες με διαφορετικά συστατικά. Η γκρίνια φυσικά συνέχισε και αρχίσαμε τα παζάρια για την ελάχιστη απαιτούμενη ποσότητα φαγητού που θα φαγωθεί, οπότε κάποια στιγμή κάνω το (προσωρινό, ευτυχώς) λάθος να πω στον Μενέλαο: «Φάε όσο θες.»

Με εντυπωσιακή επίδειξη διαύγειας, προβλεπτικής ικανότητας και σωστής χρήσης των χρόνων, ο Μενέλαος μου λέει: «Μπαμπά, όταν αύριο το μεσημέρι θα έχεις ξεχάσει ότι μου είπες να φάω όσο θέλω, εγώ θα σου θυμίσω ότι μου είχες πει να φάω όσο θέλω.»

Φυσικά, ως ακριβολόγος κι εγώ, συνειδητοποιώ πως έκανα μέγα σφάλμα, οπότε επιτόπου ανακαλώ: «Εντάξει, λοιπόν, το αλλάζω: φάε τουλάχιστον ένα κομμάτι.»

Σήμερα το μεσημέρι, με το που με βλέπει από μακριά ο Μενέλαος να πλησιάζω την πόρτα του σχολείου, φωνάζει: «Μπαμπά! Έφαγα τουλάχιστον ένα κομμάτι!» Όταν πλησίασα και τον ρώτησα: «Δηλαδή, έφαγες ένα κομμάτι μόνο;», συγκατένευσε.

Καλομελέτα κι έρχεται, λοιπόν. Η εφηβεία.

Επίσης, ο Μενέλαος με ψάρωσε πάρα πολύ καλά: τυπικά, ως αφηρημένος, στην κοσμάρα του και αλλού γι' αλλού, σχεδόν ποτέ δεν έχει διαβάσει στο διάστημα του ολοήμερου που κάθονται μέχρι τις 15:30. Μου είπε, λοιπόν, πριν το σπίτι: «Έχω μόνο μια φωτοτυπία να κάνω.» Φτάνουμε σπίτι και, αφού διεκπεραιώνουμε κάποιες άλλες διαδικασίες πρώτα, έρχεται με την φωτοτυπία από την τσάντα και μου ανακοινώνει: «Έπεσες στην παγίδα μου!» και μου δείχνει την φωτοτυπία συμπληρωμένη. Πραγματικά έπεσα στην παγίδα του :)

Και ένα παλαιότερο, σχετικό με Power Rangers. Δεν είναι μόνο ο Μενέλαος που έχει τη δόση του, αν και παραμένει ο μόνος που, μόλις βάλει PR, τρέχει να φορέσει μαύρα γυαλιά πριν αρχίσει να αντιγράφει τις κινήσεις από την τηλεόραση. Μια δόση μικρή έχει και ο Αλέξανδρος, αλλά την κρύβει καλύτερα. Και εξηγώ!

Κάθε βράδυ είμαι διαθέσιμος για να διαβάσουμε ό,τι βιβλίο θέλουμε αφού ξαπλώσουμε, με τον μοναδικό όρο: στις εννέα η ώρα σταματάω το διάβασμα. Συνεπώς, είναι στο χέρι τους αν και πότε θα ξαπλώσουν για να διαβάσουμε. Τυπικά, βέβαια, μόνο τα βράδια πριν από σχολείο καταλήγουμε να διαβάσουμε, αφού τα άλλα βράδια μένουν παραπάνω ώρα ξύπνιοι. (Πρόσφατα τελειώσαμε τον Χάρη Πώττα τον πρώτο, και συνεχίζουμε με τον δεύτερο, αλλά μακρηγορώ.)

Ένα βράδυ δούλευα στον υπολογιστή και με φωνάζουν για διάβασμα. Βγαίνω, εξοπλίζομαι με το βιβλίο, τον φακό για αυτή τη δουλειά (κοιμούνται με ένα πολύ μικρό φωτάκι νυχτός, που δεν αρκεί για διάβασμα) και κάθομαι στο κρεβάτι του Αλέξανδρου να περιμένω, χωρίς να ανάψω φως. Τα παιδιά όμως έχουν ξεχαστεί στο σαλόνι για λίγη ώρα. Κάποια στιγμή, έρχεται στο δωμάτιο ο Αλέξανδρος, χωρίς να ξέρει πως είμαι εκεί, και υπό το φως της πολύ μικρής λάμπας νυκτός αρχίζει να κάνει κινήσεις Power Rangers μόνος του.

Ελάχιστα δευτερόλεπτα περνούν, και νιώθει μια παρουσία μέσα στο δωμάτιο. Γυρίζει, με βλέπει, τινάζεται κοψοχολιασμένος, μου λέει: «Εδώ είσαι; Δεν σε είδα.» και αμέσως μετά προσθέτει «Με είδες που μπήκα στο δωμάτιο κι έκανα βλακείες, ε;»

Γέλασα προφανώς, τον αγκάλιασα και του είπα: «Δεν πειράζει, αγάπη μου, όλοι τα έχουμε κάνει αυτά.»

Και αυτό μου θύμισε μια άλλη μέρα που τους πήρα από το σχολείο: ο Μενέλαος φόραγε μπουφάν, ο Αλέξανδρος όχι, κι ούτε καν το κουβάλαγε στα χέρια. Τον ρωτάω: «το μπουφάν σου πού είναι;» Με καθησυχάζει: «Το έχω στην τσάντα. Το φοράω το πρωί που με βλέπει η μαμά, και μετά το βγάζω και το βάζω στην τσάντα.» Του λέω: «Αν όμως κρυώνεις, το φοράς;» «Ναι, βέβαια!» λέει, και προσθέτει: «Πειράζει;»

«Όχι, αγάπη μου, τι να πειράζει; Μην ανησυχείς, τα περισσότερα αγόρια αυτό κάναμε: φοράγαμε πολλά ρούχα όταν κρύωναν οι μαμάδες μας και τα βγάζαμε όταν δεν μας έβλεπαν.»

Με ξαφνικό ενδιαφέρον, με ρωτάει: «Δηλαδή, κι εσύ το ίδιο έκανες στη γιαγιά την Αλεξάνδρα;»

«Ναι, αγάπη μου, κι εγώ το ίδιο έκανα.»

Πιάνει το πολιτικάντικο ύφος του, ανοίγει διάπλατα τα χέρια του και αναφωνεί: «Μα πόσο πολύ ταιριάζουμε;!»

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Summer 13 status report A

Αρκετές νύχτες στις διακοπές, πριν τον ύπνο, είχαμε να δούμε Καραγκιόζη. Πρόχειρος μπερντές ένα λεπτό τραπεζομάντηλο, στο παράθυρο μεταξύ δύο δωματίων (περίεργο ακούγεται, αλλά τα δωμάτια δεν δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα.) Γενικώς παίχτηκαν αρκετές καλές ατάκες (εννοείται πως λόγω συγγενείας ανεχτήκαμε πολλές μιμήσεις πορδών, όπως και τα περιστασιακά οργανωτικά διαλείμματα όπου ο ένας καραγκιοζοπαίχτης καθοδηγεί τον άλλον, ή τσακώνονται για το ποιο έργο θα παίξει, μέχρι να το ανακοινώσει ο Μενέλαος με ένα «αγαπητέ μου κοινό…»), αλλά τώρα θα σας περιγράψω δύο σκηνές (ουσιαστικά μία, αλλά διακεκομμένη) που νομίζω αξίζουν να μείνουν στην ιστορία του κινηματογράφου, εκεί δίπλα στα “Top Secret!” και “Naked Gun”.

Σκηνή: ο Αλέξανδρος ελέγχει τον Καραγκιόζη, ο Μενέλαος τον άλλο Καραγκιόζη, αλλά για να προσπεράσουμε το παράδοξο, λέμε πως είναι ο Σταύρακας ο αδελφός του Καραγκιόζη.

Τσακώνεται ο Καραγκιόζης με το Σταύρακα, οπότε ο Καραγκιόζης καρφώνει σιγά-σιγά στο έδαφος τον Σταύρακα κοπανώντας τον, και ο Σταύρακας θάβεται πλήρως. Ακούγεται επική μουσική, κάτι μεταξύ μουσικής επένδυσης Καραγκιόζη και ταινίας με υπερήρωες:
Νταν-ντα ντα ντα νταν-ντα ντα ντα ντα ντα νταν-ντα ντα ντα νταν (μόνο τρεις νότες όμως)

Το χέρι του Σταύρακα/Καραγκιόζη ξεπροβάλλει αργά από το έδαφος, ο οποίος δεν σταματάει όταν εμφανιστεί ολόκληρος, αλλά συνεχίζει την αργή, ανοδική του πορεία μέχρι να εξαφανιστεί στον ουρανό. Η μουσική σταματάει.

Ο Καραγκιόζης συνεχίζει με ένα μονόλογο, και συντόμως, εντελώς ανύποπτα, ακούγεται πάλι η επική μουσική.

Το χέρι του Καραγκιόζη/Σταύρακα εμφανίζεται στον ουρανό από δεξιά, και με την ίδια αργή πορεία ο Σταύρακας πετάει πάνω από τον Καραγκιόζη μέχρι να εξαφανιστεί αριστερά. Η μουσική σταματάει πάλι. Ξεχνάμε τον Σταύρακα τώρα. Εξαφανίζεται για τα καλά.

Έρχεται ο Μπάρμπα-Γιώργος (δια χειρός Μενέλαου πάλι). Διάλογος με τον Καραγκιόζη, που αναπόφευκτα οδηγεί και πάλι σε τσακωμό, οπότε και πάλι ο Καραγκιόζης καρφώνει στο έδαφος και τον μπάρμπα-Γιώργο, ο οποίος επίσης θάβεται τελείως. Ξανά η επική μουσική, κι ο μπάρμπα-Γιώργος αρχίζει να ανεβαίνει σιγά-σιγά. Ανεβαίνει, ανεβαίνει, και όταν εμφανιστεί ολόκληρος, διαπιστώνουμε πως στέκεται πάνω στους ώμους του Σταύρακα, και συνεχίζουν αμφότεροι την ανοδική πορεία μέχρι να εξαφανιστούν στον ουρανό.

Η μουσική σταματάει πάλι. Τέλος ιστορικής σκηνής.

Σε κατοπινή αναπαράσταση, ο Κολλητήρης σταμάτησε την ανοδική πορεία και άρχισε την αργή πτώση σκυμμένος, ενώ ακούγεται το επεξηγηματικό «αλεξίπτωτο κώλου!» Πιο μετά, σε αντίστοιχη φάση, ακούστηκε και το «αλεξίπτωτο νύφης!».

Εύφημο μνεία αξίζουν και τα ειδικά εφέ: π.χ. όταν κάποια στιγμή ο Καραγκιόζης ρώτησε τον Κολλητήρη αν του άρεσε το φαγητό (παπούτσια με τηγανιτά φλούδια πατάτας), ο Κολλητήρης απάντησε με ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο, ενώ η σκιά του καραγκιοζοπαικτικού ελεύθερου χεριού έκανε το ωστικό κύμα.

Δείγμα διαλόγου:
Α: Είμαι άνεργος εννέα χρόνια. Όταν δούλευα, ξύριζα μουστάκια. Φέρε μου τον αδερφό μου.
Μ: Κάτσε να σου φέρω τον συνάδελφό σου!
Α: Τον αδερφό μου, ρε, όχι τον συνάδελφό μου!
(φωνή από κοινό): Συνάδελφος είναι κι αυτός, ήταν οικογενειακή η επιχείρηση.

Κι άλλο δείγμα διαλόγου:
Ο Καραγκιόζης νύφη εκ δεξιών (Αλέξανδρος), ο μπάρμπα-Γιώργος (Μενέλαος) εξ αριστερών. Ο μπάρμπας φέρνει την νύφη οδηγώντας πολύ γρήγορα. Σταματούν.
Α (νύφη αλλά με κανονική φωνή): Έτρεχες τόσο γρήγορα, που με έπιασε διάρροια και θέλω να χέ-
Μ (ως σκηνοθέτης): Μίλα κοριτσίστικα!
Α (με κοριτσίστικη φωνή): Τα 'φτυσα!

Στην παρέα εγώ με Αθανασία, Γιάννη (νονός Αλέξανδρου, δυστυχώς δεν μπόρεσαν να κάτσουν πολλές ημέρες), Κατερίνα (σύζυξ Ιωάννου), παππού Μενέλαο (γνωστός και ως πεθερός). Δεν θυμάμαι πώς, ίσως λόγω τάσεων της μικρής Χρυσάνθης (του Γιάννη και της Κατερίνας) έχει έρθει η κουβέντα στη Νάντια Κομανέτσι. Μνημονεύουμε το τέλειο δεκάρι της στους Ολυμπιακούς της Μόσχας, πόσο καλή ήταν, πόσο γυναικάρα όπως εξελίχτηκε, έναν πολύ καλό γάμο που έκανε κτλ.

Γιάννης: «Γενικώς, ήταν πολύ καλή και στις ασκήσεις εδάφους, και στη δοκό, παντού. Και, όπως αποδείχτηκε πιο μετά, και στο κρεβάτι.»
Πεθερός: «Α, στην φαρδιά δοκό!»

Κάθομαι στο πεζούλι μεταξύ δρόμου και παραλίας παρέα με τον Αλέξανδρο και το νονό του το Γιάννη. Κάποια στιγμή μου λέει ο Αλέξανδρος: «Μπαμπά, να σου πω τι έχω καταλάβει;»
«Πες μου.»
«Όποτε ερχόμαστε στην παραλία, η μαμά τσακώνεται.»
Τον κοιτώ περιμένοντας τη συνέχεια.
«Τσακώνεται μαζί μου! Συνέχεια τσακωνόμαστε!»
Συνεχίζω να τον κοιτώ, οπότε εξηγεί:
«Φίλε, την έχω περάσει την εφηβεία, είμαι σίγουρος. Από τα επτά πήγα κατευθείαν στα δεκαοκτώ.»

Πιο μετά, κάθομαι στην ψάθα. Η Αθανασία μου φωνάζει μέσα από το νερό: «Χρήστοοοο! Τι ώρα είναι;»

Βγάζω το κινητό από τη μπανάνα να δω την ώρα. Κοιτάζω με στοργή το υπερδεκαετές 5100, που με είχε υπηρετήσει πιστά τόσα χρόνια πριν παροπλιστεί, και που ακμαίο επανήλθε στην ενεργό δράση πέρσι μετά το κυματικό πλήγμα που έχω περιγράψει σε προηγούμενο τεύχος. Η μνήμη μου γεμίζει θύμησες, πόσα έχουμε περάσει μαζί, πόσες φορές το έχω ρίξει επίτηδες λέγοντας ένα δήθεν ανέμελο «α! μου έπεσε!», το κινητό που ήταν ο ακόλουθός μου σε τουλάχιστον δύο σχέσεις μου, και απαντώ στην Αθανασία: «Ώρα να πάρω smartphone!»

Στην αβέβαιη έκφραση της Αθανασίας, απαντώ δια νεύματος πως είναι μία η ώρα.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες, όμως, και βάσει της χρονικής διάρκειας των διακοπών των παιδιών, εξασφαλίσαμε μία μέρα αντρίκιων διακοπών: αύριο Δευτέρα θα καθίσουμε όλη μέρα και θα ματώσουμε από το ξύσιμο στο σπίτι. Η αλλόφυλη μαμά, βέβαια, μας κοίταζε σαν εξωγήινους ή διανοητικά καθυστερημένους, και μας απείλησε ότι θα πάει μόνη της στη θάλασσα (μετάφραση στα Αντρικά: μας υποσχέθηκε να μας αφήσει ήσυχους :) ).

Λίγο πριν ποστάρω, ο Αλέξανδρος δίπλα μου ρωτάει τι κάνω. Του εξηγώ ότι ετοιμάζομαι να αναρτήσω στο διαδίκτυο τις ατάκες του. Κοιτάει και σχολιάζει: «Πω πω, πόσα έχεις γράψει… Διάσημος!»

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Ευπειθώς αναφέρω

Έχουμε παρκάρει τα παιδιά στη Λευκάδα από το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, παρέα με τα πεθερικά μου.

Πριν λίγο χτύπησε το τηλέφωνό μου (ευτυχώς όχι σοβαρά, δεν το βαριέμαι ποτέ αυτό το αστείο, thank you, I'll be here all week) αλλά δεν το πρόλαβα. Το είδα και ήταν κλήση από την πεθερά μου. Κάλεσα πίσω και αμέσως απαντάει ο Αλέξανδρος.

—Μπαμπά!
—Παιδί μου!
—Εγώ σε κάλεσα! Σε βρήκα από τις επαφές και σε πήρα!
—Μπράβο, αγάπη μου!
—Μπαμπά;…
—Ναι, παιδί μου!
—Το τηλέφωνο του παππού το έχεις;
—Το έχω το τηλέφωνο του παππού.
—Θέλω να τον πάρεις και να του πεις πως ο Αλέξανδρος, εγώ δηλαδή, του θυμίζει ότι σήμερα υποσχέθηκε να μη πάει στο καφενείο, αλλά άμα πήγε, να κάτσει λίγο με τον φίλο του τον δάσκαλο και μετά να έρθει επάνω [στο σπίτι].
—Εντάξει, παιδί μου.
—Άντε γεια.

Η γραμμή κλείνει, και εκτελώ πειθήνια τις εντολές του τζούνιορ του πρεσβύτερου.

Προχθές είχε πάλι χτυπήσει το τηλέφωνό μου και ήταν ο πεθερός μου. Μου μίλησε ο Μενέλαος:

—Μπαμπά;
—Παιδί μου!
—Μπαμπά;
—Παιδί μου! [έτσι είναι το πρωτόκολλο μεταξύ μας, double handshake, για λόγους που ίσως μπορείτε να φανταστείτε)
—Μπαμπά, να σου πω κάτι;
—Να μου πεις, αγάπη μου.
—Μπαμπά… [και ψιθυριστά:] είσαι σκατόφατσα.
—Κι εσύ είσαι βρωμιάρης!

(«Βρωμιάρης» και «Σκατόφατσα» είναι τα callsigns που έχουμε στα κράνη μας όταν πετάμε και πολεμάμε.)

Είχαμε βγει πριν κάνα μήνα για καφέ με μια παρέα που γνωριζόμαστε online και έχουμε ένα κοινό χόμπι. Είχε έρθει και η Αθανασία με τα παιδιά, παρέα με το Γιάννη, νονό του Αλέξανδρου (ο Αλέξανδρος έχει αποφασίσει το «νονέ» να το συντομεύει σε «νον»), την σύζυγό του Κατερίνα και τη μικρή τους Χρυσάνθη. Οι τελευταίοι αποφάσισαν να κάτσουν πιο μακριά και να αφήσουν εμάς τους χομπίστες να πούμε τα δικά μας (βασικά θα βαριούνταν αφόρητα την κουβέντα μας). (Παρεμπιπτόντως, από εκείνη την έξοδο περνάω ένα προσωπικό δράμα λόγω ανελέητου δουλέματος από τη γυναίκα μου, αλλά δεν μπορώ να επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Ίσως κάποτε στο μέλλον, όταν τα τραύματα θα έχουν επουλωθεί αρκετά :) )

Δυο μέρες πιο μετά, επρόκειτο να βγω για καφέ να γνωρίσω δύο ακόμα εκλεκτούς συνεργάτες που δεν είχα γνωρίσει ως τότε. Η Αθανασία προλογίζει στα παιδιά:

—Ο μπαμπάς θα βγει πάλι αύριο για καφέ… με γυναίκα.

Ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να μην αντιδράσει:

—Ε, και τι έγινε; Ο μπαμπάς βγαίνει για καφέ με πολλές γυναίκες! Κάθε μία του δίνει πέντε ευρώ για να πληρώσει τον καφέ, και στο τέλος θα μαζέψουμε χίλια ευρώ και θα γίνουμε πλούσιοι!

Τα νοήματα σε αυτή την πρόταση είναι τόσο συμπυκνωμένα και περιπλεγμένα, που αφήνω εσάς να βγάλετε συμπεράσματα μόνοι σας. Δεν μπορώ όμως να μη τονίσω πόσο ενθουσιασμένος είμαι που ο Αλέξανδρος συνδυάζει αβίαστα άφεση, πρακτικότητα και αισιοδοξία. Αφού θα του τάξω ότι εκείνος θα οδηγήσει πρώτος το αυτοκίνητο.

Ο Μενέλαος ένα βράδυ ξαπλωμένος, κι εγώ δίπλα του. Ορέγομαι να δαγκώσω τη γάμπα του και του λέω:

—Θα σε φάω!
—Ναι, αλλά αν με φας, μετά δεν θα έχεις παιδί.
—Μπα, θα έχω τον Αλέξανδρο.
—Δεν είναι το ίδιο.

Ο Μενέλαος παρεμπιπτόντως συνεχίζει να πατάει αδυσώπητα τα κουμπιά της μάνας του (και οποιουδήποτε άλλου εύκαιρου) με μεθόδους τύπου «κλαψούρισμα», «βούρκωμα» κτλ. Μπορεί να μη καταφέρνει πάντα αυτό που θέλει, όμως θα ασκήσει το μερίδιο εξουσίας του. Μη ξεγελιέστε, όμως, από τον τρόπο που μιλάμε ο ένας στον άλλον. Έχει εμπεδώσει ότι ο καλύτερος τρόπος να καταφέρει κάτι μαζί μου, είναι η ευθύτητα, στο βαθμό που μπορεί να την εκφράσει.

Πήγαμε, λοιπόν, το Σ/Κ στη Λευκάδα, και φτάσαμε νωρίς. Προλαβαίναμε να κάνουμε ένα πρωινό μπάνιο. Αφού βουτήξαμε, λοιπόν, καθόμαστε στο πεζούλι ανάμεσα στην παραλία και στο δρόμο, εκεί που παλιά παίζαμε παιχνίδι ποιος θα βρει τις περισσότερες μάρκες αυτοκινήτων. Σταματάει ένα αυτοκίνητο και μας δίνουν κάτι φυλλάδια-προσκλήσεις για παράσταση Καραγκιόζη. Κάτι δεύτερα ξαδέρφια των παιδιών (από εξαδέλφη της Αθανασίας) φτιάχνουν πρόχειρες σαΐτες με τις προσκλήσεις. Ο Μενέλαος μου ζητάει να του φτιάξω κι εκείνου μία, το οποίο και γίνεται.

Προσπαθεί να πετάξει μακριά τη σαΐτα, αλλά δεν τα καταφέρνει. Έρχεται σ' εμένα (τις προηγούμενες ημέρες ήταν παρκαρισμένος στη μάνα μου, πήγαμε τους πήραμε Παρασκευή και Σάββατο πρωί πήγαμε Λευκάδα, οπότε είχε ξεσυνηθίσει λίγο το mode «πώς να τα καταφέρω με τον μπαμπά») και μου λέει σχεδόν κλαψουριστά: «Μπαμπά, γιατί δεν πάει μακριά;»

Τον κοιτάω μια στιγμή, αλλά χαλάλι. «Επειδή την πετάς κόντρα στον άνεμο. Για πέτα την από εκεί!» του λέω, και την πετάω από εκεί. Φτάνει μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο, οπότε στα μάτια του Μενέλαου είναι πια χαμένη υπόθεση. Κανονικό κλαψούρισμα τώρα:

—Γιατί την πέταξες; Κι εγώ… [και τώρα τον κοιτάω κανονικά και με κοιτάει κι εκείνος και θυμάται σε ποιον μιλάει] …κι εγώ που έκανα τόσο κόπο για να σου πω να μου τη φτιάξεις;

Είναι δύσκολη η ζωή και απαιτεί από τα παιδιά πολύ περισσότερη ευελιξία την σήμερον από ό,τι παλαιότερα.

Είχα και κάτι άλλα να πω, αλλά τα έχω ξεχάσει σε όλο αυτό το μεσοδιάστημα της βλογικής απραγίας. Αν μου έρθουν, θα επανέλθω. Τσίριο!

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Θάλασσα πικροθάλασσα

Φέτος στις διακοπές ήταν πολύ πιο χαλαρά τα πράγματα. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει αρκετά και έτσι μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν σε μίνι-εκδρομές σε Πόρτο Κατσίκι (Πρώτο Κατσίκι σύμφωνα με τα παιδιά) και Μεγανήσι χωρίς προβλήματα. Ας χαρούμε το χρονικό παράθυρο όπου, όχι απλώς χαίρονται που περνάνε χρόνο μαζί μας, αλλά γκρινιάζουν και ασκούν βέτο όποτε διεκδικούμε λίγο χρόνο μακριά τους. Σε καμιά δεκαριά χρόνια θα μας βαριούνται.

Ο Αλέξανδρος ζορίζεται λίγο με τα (τριτόκλιτα; δεν θυμάμαι, μπορεί να λέω κοτσάνα τώρα) «διαφανής-διαφανές», «άμμος/έρημος-άμμο/έρημο», οπότε όταν κάνει λάθος, συνήθως επαναλαμβάνω σωστά την πρόταση σε στιλ ότι δεν είμαι σίγουρος τι άκουσα και επαληθεύω. Μια μέρα στην παραλία, όμως, την ώρα που με ένα φίλο έπαιζα σκοποβολή με μπαλάκια στη θάλασσα (ο ένας πετάει ένα μπαλάκι του τένις και ο άλλος προσπαθεί να το πετύχει με άλλο μπαλάκι στον αέρα), με προσεγγίζει ο Αλέξανδρος να παίξουμε φρίσμπι. Του εξηγώ πως είμαι στη μέση από παιχνίδι, οπότε θυμώνει που δεν παίζω μαζί του και μου γυρνά την πλάτη πηγαίνοντας προς έξω, στην ακρογιαλιά. Φωνάζει τον αδερφό του:

«Έλα, Μενέλαε! Δες τι είναι εδώ: κινούμενη άμμο!»
Τον διορθώνω ευθέως: «Κινούμενη άμμος!»
Μου φωνάζει πάνω από τον ώμο του: «Δεν με ενδιαφέρει!»

Τη μια από τις ημέρες που πήγαμε για μπάνιο χωρίς εκείνους, καταλήξαμε στα Πευκούλια παρέα με ένα άλλο ζευγάρι που ήμαστε παρέα. Φυσικά, το σημείο που διάλεξα για να στήσουμε την ομπρέλα δεν ήταν αρκετά κοντά στη θάλασσα, και πήγαμε πολύ πιο κοντά, αγνοώντας ενδείξεις τύπου ξεραμένα φύκια 20 μέτρα στην άμμο μακριά από το νερό. Εξίσου φυσικά, όταν ήρθε ένα κύμα που μας έσκισε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, το δικό μου κινητό ήταν εκείνο που υπέστη τη βαρύτερη ζημιά. Μετά από εντατική παραμονή σε ρύζι, κατάφερα να κάνω μια ευχητήρια κλήση (Δεκαπενταύγουστος γαρ) πριν αποφασίσει το κινητό ότι δεν μπορεί να δουλέψει με τη μπαταρία και θα λειτουργεί μόνο όσο είναι στο ρεύμα (και πάλι θεωρεί πως έχει συνδεδεμένα ταυτόχρονα όλα τα αξεσουάρ όπως ακουστικά και USB καλώδιο). Θα διασώσω όλα τα αρχεία ήχου και εικόνας που θέλω να κρατήσω, αλλά μέχρι να κάτσω να το κάνω, αποφάσισα να γυρίσω σε παραδοσιακές αξίες, και ξετρύπωσα το πανάρχαιο, παροπλισμένο πλην λειτουργικότατο Nokia 5100 (αφού επιστρέψαμε στην Αθήνα αφήνοντας τα παιδιά στη Λευκάδα για δύο εβδομάδες ακόμα).

Τα παιδιά είχαν εξαφανίσει το πληκτρολόγιο, το εξωτερικό πλαστικό κέλυφος είχε διαλυθεί, οπότε παράγγειλα κέλυφος και πληκτρολόγιο από κάποιο μαγαζί. Πάω, το παίρνω, και με το που το βάζω και δοκιμάζω να το ξαναβγάλω, σπάνε λόγω παλαιότητας του πλαστικού οι δύο εσοχές που έχει στο πλάι, όπου πιέζεις για να ανοίξει. Μου έδωσαν το τηλέφωνο του service, αλλά δεν μπήκα στον κόπο. Θα ψάξω να βρω κάποιο κατάστημα όπου θα μπορώ να το δω πριν το αγοράσω. Θέλει και μπαταρία, στα δύο 24ωρα αδειάζει.

Τέλος πάντων, μια από αυτές τις ημέρες δεν πρόλαβα μια εισερχόμενη. Βλέπω ποιος με κάλεσε, τον παίρνω, και μετά χάζεψα και τις άλλες αναπάντητες. «Μπα», λέω, «με πήρε κι η κουμπάρα μου. Πότε πήρε και δεν την άκουσα;» Αφού βλέπω τα στοιχεία της κλήσης, αποφασίζω να την πάρω τηλέφωνο.

«Γεια σου καλή κι αγαπημένη μου κουμπάρα!»
«Γεια σου κι εσένα, χρυσό μου!»
«Είδα ότι μου είχες κάνει μια κλήση, τι με ήθελες;»
«Πότε σου έκανα κλήση;»
«Δεκαπέντε Οκτωβρίου του δύο χιλιάδες επτά.»

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

nystaxisnet

Για άλλη μια φορά έχω πρόβλημα σύνδεσης με το TaxisNet, όπου έχω πρωτοανοίξει κωδικό από το 2000. Πέρυσι είχε χρειαστεί να κάνω επανεγγραφή και να πάρω κλειδάριθμο. Έχω πρόβλημα να συνδεθώ και φέτος. Αφού δοκιμάζω διάφορα και δεν βλέπω φως, λέω να κάνω χρήση της επικοινωνίας «Ερωτήματα προς ΓΓΠΣ». Σας παραθέτω το κείμενο:

ΑΦΜ: τάδε
Ονοματεπώνυμο: τάδε
Email: τάδε
Κατηγορία: Διαχείριση κωδικών εισόδου
Σύντομη περιγραφή: Δεν μπορώ να μπω με τα παλιά μου username & password

Δοκίμασα να συνδεθώ με τα username & password που είχα (καταγραμμένα σε ασφαλές μέρος) και λαμβάνω απάντηση:

> Error: Authentication failed. Please try again

Δοκιμάζω να κάνω «Ενεργοποίηση λογαριασμού», όπου συμπληρώνω και πάλι username & κωδικό, ΑΦΜ και τον κλειδάριθμο που έχω πάρει από πέρυσι, και λαμβάνω ως απάντηση:

> Δεν βρέθηκε αίτηση εγγραφής με τα στοιχεία που εισάγατε

Καλώς, ας πούμε ότι δεν θυμάμαι το password σωστά.

Πηγαίνω στο «Ξέχασα τον κωδικό μου» όπου εισάγω Username, τον κλειδάριθμο και βάζω νέο κωδικό (και στα δύο πεδία κάνω paste τον ίδιο κωδικό). Λαμβάνω ως απάντηση:

> Λανθασμένα στοιχεία. Ελέγξτε εαν έχετε συμπληρώσει σωστά το username και τον κλειδάριθμό σας.

Έστω λοιπόν ότι ένα από τα δύο δεν το θυμάμαι σωστά. Τι πρέπει να κάνω;

Το username που θυμάμαι πως έχω είναι το blablabla . Αν θυμάμαι καλά, αυτό το username μού είχε δοθεί αυτόματα όταν πρωτοείχα κάνει εγγραφή στο Taxisnet το 2000.

Συμπληρώνω τους χαρακτήρες που διακρίνω στην παρακάτω εικόνα, και πατάω «Υποβολή ερωτήματος».
Η απάντηση που παίρνω είναι:

Είσαστε ήδη εγγεγραμμένος χρήστης στο TAXISNET. Για να υποβάλετε ερώτημα συνδεθείτε στο λογαριασμό σας.

Γελάσαμε. Έκανα αίτηση επανεγγραφής με τον ίδιο κωδικό (όπως και πέρυσι), οπότε θα πάω αύριο από τη ΔΟΥ για να πάρω (νέο; τον ίδιο;) κλειδάριθμο.

Προχθές είχα αφήσει μια παλιά φωτογραφία μου που βρήκα πρόσφατα, όπου ήμουν μωρό μπρούμυτα στο κρεβάτι των γονιών μου. Βλέπει ο πατέρας μου τυχαία την φωτογραφία και με αναγνωρίζει. Την δείχνει πρώτα στον Αλέξανδρο:
«Ξέρεις ποιος είναι εδώ;»
«Εγώ», απαντάει ο Αλέξανδρος.
«Όχι», λέει ο πατέρας μου και κάνει την ίδια ερώτηση στον Μενέλαο.
«Εγώ», απαντάει κι εκείνος.
«Όχι, είναι ο μπαμπάς σας.»

Σχόλιο του Αλέξανδρου: «Ωραίο κωλαράκι είχε ο μπαμπάς!» (!!!!)

Και παλαιότερη ατάκα (πριν ένα μήνα και κάτι) του Μενέλαου, αλλά ποτέ δεν είχα κάτσει να την καταγράψω ως τώρα:

(Στοιχεία σεναρίου: ο νονός Αργύρης εδώ και πολλά χρόνια υπάγεται στους ανθρώπους που κουρεύουν γουλί το κεφάλι τους. Επίσης, εδώ και πολλούς μήνες υπάγεται στους ανθρώπους που δεν περνούν επίσκεψη από το σπίτι μας. Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος, απλώς δεν έτυχε.)

Η Αθανασία κάποια στιγμή θυμάται πως ο Αργύρης (νονός του Μενέλαου) έχει καιρό να περάσει από το σπίτι. Αποφασίζει να πετάξει τη μπηχτή της:
«Εσύ, Μενέλαε, θυμάσαι πώς μοιάζει ο νονός Αργύρης;»
Θεϊκή απάντηση του Μενέλαου: «Ναι… είχε μαλλιά…»

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Plan B from TV space

Τα παιδιά μαθαίνουν ατάκες από τον περίγυρο και από τα λοιπά ερεθίσματα (βλ.λ. τηλεόραση, ραδιόφωνο κτλ). Τον τελευταίο καιρό, ο Αλέξανδρος το παρακάνει: πετάει συχνά φράσεις που έχει ακούσει σε Ben 10, Χελωνονιντζάκια και άλλα συναφή, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε παράταιρα. Προσπαθώ να του επιστήσω την προσοχή όποτε δεν ταιριάζει, και να του πω ένα «μπράβο» όταν ταιριάζει, αλλά γενικώς του λέω να μη το παρακάνει.

Κάποιες φορές, όμως, το ταίριασμα είναι καλό.

Σκηνή: ο Αλέξανδρος μόλις έχει κάνει κακά, και τον έχω στον νεροχύτη για να τον πλύνω. Αφού τον πλύνω, θεωρώντας ότι κρατιέται καλά από εμένα, γέρνω λίγο δεξιά για να πιάσω την πετσέτα που είναι πάνω στο πλυντήριο. Δυστυχώς, όμως, δεν κρατιόταν όσο καλά νόμιζα και τον νιώθω να μου φεύγει (μπροστά για 'μένα, πίσω για εκείνον) και να πάει να πέσει μέσα στον (αρκετά ευμεγέθη) νεροχύτη. Βρίσκομαι λοιπόν στη φάση (που σου φαίνεται ότι κρατάει πολύ εκείνη τη στιγμή, αλλά τελικά είναι μερικά δευτερόλεπτα) να προσπαθώ να καταπολεμήσω τη ρημάδα την αδράνεια (προφανώς και τη βαρύτητα) ώστε να μη πέσω, να κρατήσω από αριστερά τον Αλέξανδρο για να μη πέσει ούτε εκείνος και να βρω στήριγμα από δεξιά. Δεν ξέρω αν το περιγράφω σωστά, αλλά προσπαθήστε να οπτικοποιήσετε τη σκηνή.

Εκείνη τη στιγμή που έχω καταφέρει να ισορροπήσω («δεν θα πέσω, δεν θα πέσει, αλλά δεν έχω πιάσει ακόμα την πετσέτα»), ο Αλέξανδρος κρίνει πως πρέπει να πει το εξής:

«Μάλλον πρέπει να βρούμε κάποιο εναλλακτικό σχέδιο.»

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

fortunes.doc

Με αφορμή μια παλιά συλλογή ευφυολογημάτων (περιλαμβάνει κυρίως ευφυολογήματα από ένα πρόγραμμα ονόματι fortune όπως fortune coookie) που κάποιος γνωστός-άγνωστος μού ζήτησε, την οποία εντόπισα τυπωμένη ενώ σε ηλεκτρονική μορφή είναι σχεδόν απροσπέλαστη (it's a long story), είπα να μεταφράσω εδώ τα σχετικά με παιδιά (όταν τα πρωτοδιάβασα, παρασάγγας απείχα από το να είμαι γονέας. Τώρα τα βλέπω από την «άλλη μεριά»!):


- Ένα μωρό είναι ένα διατροφικό κανάλι με δυνατή φωνή στη μία άκρη και πλήρη ανευθυνότητα στην άλλη άκρη.

- Αγόρι: ένας θόρυβος με βρωμιά επάνω του.

- Πάρε εκδίκηση! Ζήσε αρκετά ώστε να είσαι εσύ πρόβλημα για τα παιδιά σου!

- Η παράνοια είναι κληρονομική. Την παθαίνεις από τα παιδιά σου.

- Ένα άθραυστο παιχνίδι είναι χρήσιμο για να σπάει άλλα παιχνίδια.

- «Κάτι τέτοιες ώρες, όταν είμαι παγιδευμένος σε μια αερόθυρα Βογκονικού διαστημόπλοιου παρέα με κάποιον από τον Μπετελγκέζ και πρόκειται να πεθάνω από ασφυξία στο κενό του διαστήματος, εύχομαι να άκουγα αυτά που μου έλεγε η μάνα μου όταν ήμουν μικρός.»
«Γιατί, τι σου έλεγε;»
«Πού θες να ξέρω; Αφού δεν άκουγα!»
(Ντάγκλας Άνταμς, από το «Γυρίστε το Γαλαξία με οτοστόπ»)

- Νιάτα είναι η περίοδος που κατηγορείς τους γονείς σου για τα πάντα, ενώ ωριμότητα είναι η περίοδος όπου μαθαίνεις πως για όλα φταίει η νέα γενιά.


Από την άλλη μεριά:

- Σύζυγος: το πρόσωπο που σου συμπαραστέκεται στα προβλήματα που δεν θα είχες αν είχες μείνει ανύπαντρος.

- Καθηγητής: αυτός που μιλάει στον ύπνο των άλλων.

- Ενήλικος: κάποιος αρκετά μεγάλος για να ξέρει καλύτερα.

- Η ευτυχία δεν είναι κάτι που βιώνεις, είναι κάτι που θυμάσαι.

- Παρατήρησες ποτέ πως, όσοι λένε «Άλλη η ώρα της δουλειάς και άλλη η ώρα του παιχνιδιού», ποτέ δεν βρίσκουν ώρα για παιχνίδι;

- Όσο πιο πολύ γερνάει κανείς, τόσο πιο πολύ περπάτημα έριχνε μικρός για να πάει σχολείο.

- Ποιο το νόημα να μεγαλώνεις αν δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι παιδιάστικα πότε-πότε; (Doctor Who)

- Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να έχεις ευτυχισμένο γάμο. Μόλις τον εντοπίσω, θα ξαναπαντρευτώ. (Κλιντ Ίστγουντ)


Και, τέλος, χρήσιμα τώρα για τις γιορτές:

- ΔΩΡΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Εύκολο. Δεν χρειάζεται να σκεφτείς για να βρεις τι να τους πάρεις, επειδή θα σου πουν ακριβώς τι θέλουν. Μήνες ολόκληρους μελετούν το θέμα παρακολουθώντας τις διαφημίσεις του Σαββατιάτικου πρωινού. Φρόντισε να τους πάρεις ακριβώς αυτό που θέλουν, ακόμα κι αν δεν εγκρίνεις τις επιλογές τους. Αν το παιδί σου θέλει τον «Δολοφονικό Μπομπ», την κούκλα «με πρόσωπο που μπορείς να ξεσκίσεις με τα χέρια σου», καλύτερα να του τον πάρεις. Μπορεί να ανησυχείς πως τέτοια δώρα ενθαρρύνουν αντικοινωνικές συμπεριφορές, αλλά, πίστεψέ με, δεν έχεις ιδέα τι πάει να πει αντικοινωνική συμπεριφορά μέχρι να δεις ένα παιδί που είναι πεπεισμένο πως δεν πήρε το σωστό δώρο. (Ντέιβ Μπάρι: «Οδηγός επιβίωσης για τις Χριστουγεννιάτικες αγορές»)

- Ποτέ μην τρως περισσότερο από όσο μπορείς να κουβαλήσεις (Μις Πίγκυ)

- Η αρχή της αβεβαιότητας του Χάινεκεν: ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πόσες μπίρες ήπιες χθες βράδυ.

- Δεν είμαι υπό την οινόρεια του επηπνεύματος όπως πιστοί μερικεύουν πως είμαι. Φταίει που, όσο μεθότερο κάθομαι εδώ, τόσο πιο πολύ περισσάω.

- Μεθυσμένος είσαι όταν νιώθεις σοφιστικέ αλλά δεν μπορείς να το προφέρεις.

- Δεν είσαι μεθυσμένος αν μπορείς να κείτεσαι στο πάτωμα χωρίς να κρατιέσαι από κάπου. (Ντιν Μάρτιν)

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Not so *complex* after all

Διότι σόι πάει το βασίλειο. Ο 5½ ετών Αλέξανδρος δεν αρέσκεται καθόλου να χάνει. Αρχίζει με τα «Μπαμπά, έκλεψες!» και αν στην πορεία τού εξηγήσει οποιοσδήποτε ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο, περνάει διάφορα άλλα στάδια μέχρι το τελικό και ειλικρινές «Μπαμπά, αν δεν με αφήσεις να κερδίσω, δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει!»

Συν τοις άλλοις, κάναμε την οικογενειακή αμαρτία και πήραμε Wii. Ο 4χρονος Μενέλαος, όταν διαπιστώνει ότι δεν είναι ακόμα καλός, τα παρατάει και πάει να κάνει κάτι άλλο (στην εξαιρετική περίπτωση που νικάει, φωνάζει περιχαρής «Ναι! Νίκησα!», αλλιώς περιορίζεται στην κλασική στάση τύπου γαύροι-βάζελοι και χαίρεται όταν χάνει ο Αλέξανδρος). Η Αθανασία μεγαλοστόμως κάνει δηλώσεις τύπου «θα σε κάνω, θα σε δείξω, είμαι η καλύτερη κτλ», ενώ εγώ το παίζω σιωπηλή δύναμη (το γνωστό: δεν μπορώ να μιλάω και να ρουφάω ταυτόχρονα την κοιλιά μου.)


Παίζαμε, λοιπόν, η Αθανασία, ο Αλέξανδρος κι εγώ Wii Party (πολύ-πολύ ωραίο για παρέα, ένα σωρό μικρά παιχνιδάκια για μικρούς και μεγάλους), και για κάποιο ανεξήγητο λόγο έτυχε να χάσω σε ένα από αυτά.

Αθανασία: «Να, Αλέξανδρε, είδες; Έχασε ο μπαμπάς.»
Αλέξανδρος: «Τα καλύτερα νέα που έχω ακούσει ποτέ μου.»

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

It's a *complex* situation

Δύο γρήγορες συμβουλές για κομπλεξικούς μπαμπάδες (σαν κι εμένα).

Ναι-όχι

yes/no


Έρχεται κάποια στιγμή η ηλικία των παιδιών που τα πιάνει το πείσμα, και επιμένουν σε αυτό που λένε, ενώ εσύ λες το αντίθετο. Επιμένουν, επιμένεις, και κάποια στιγμή το θέμα φτάνει στο γνωστό «ναι-ναι-ναι-ναι»/«όχι-όχι-όχι-όχι».

Η καλή περίπτωση είναι να λες εσύ το «ναι», επειδή μπορείς να ρίξεις εκατό «ναι» για την πλάκα σου και το παιδί δεν προλαβαίνει (και άρα χάνει).

Τι κάνεις όμως όταν πέφτει σε εσένα το βάρος του δισύλλαβου «όχι»; Όσο γρήγορα κι αν μιλάς, το παιδί θα νικήσει και η ντροπή της ήττας θα σε ακολουθεί για δεκαετίες.

Η λύση είναι να μην επαναλαμβάνεις «όχι», αλλά «χιο» (με καταχρηστικό δίφθογγο, όχι όπως «Χίο»). Το ηχητικό αποτέλεσμα είναι σχεδόν το ίδιο, αλλά η ταχύτητα είναι τρομερά γρηγορότερη!

Σκάκι-τάβλι κλπ (καλύτερα όχι πρέφα, όχι ακόμα)

battle chess


Μαθαίνεις στο παιδί σου να παίζει επιτραπέζια παιχνίδια, αλλά έχεις ανάγκη να παίζεις σωστά (δηλαδή: παίζεις καλά διψώντας για αίμα). Εντάξει, του εξηγείς τις κινήσεις και τη λογική του παιχνιδιού, αλλά δεν μπορείς να παίξεις χαζά, πώς να το κάνουμε! Τι κάνεις για να πετύχεις την εκμάθηση χωρίς να στερήσεις την περιστασιακή χαρά της νίκης από το παιδί σου;

Την ώρα, λοιπόν, που του σκίζεις τα ράμματα και δεν ξέρει από πού του ήρθε, γυρνάς τη σκακιέρα ανάποδα. Γενικώς, αλλάζετε θέσεις, ή πιόνια. Παίρνεις τη θέση του παιδιού σου κι εκείνο παίρνει τη δική σου.

Η λογική είναι πως την επιλογή για το πότε θα αλλάξετε θέσεις την έχει το παιδί σου.

Για να σε δω τώρα πόσο μάνγκας είσαι :)

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Should have known better

Ανάρτηση με ατάκες του μικρού Μενέλαου (τέλη Οκτώβρη κλείνει τα 4).

Παραμονή Δεκαπενταύγουστου, είμαστε διακοπές· επιστρέφοντας από έξοδο, ο Αλέξανδρος θέλει κακά· βάρδια είναι η Αθανασία να κάτσει μαζί του. Κάθεται και ο Μενέλαος για την παρέα. Εγώ είμαι απέξω και τους ακούω.

Ο Αλέξανδρος εξασκεί τις τεχνικές γλειψίματος που με στοργή προσπαθώ να του διδάξω από μικρός:

«Μαμά, είσαι πανέμορφη! Και ο μπαμπάς είναι… όχι, όχι: μαμά, είσαι ομορφοκόριτσο και ο μπαμπάς είναι ομορφόπαιδο!»
Παρεμβαίνει ο Μενέλαος: «Όχι, η μαμά είναι η πεντάμορφη και ο μπαμπάθ είναι το τέραθ.» Παύση. «Ακούθ, μπαμπά;»

Όχι μόνο ακούω, αλλά τα καταγράφω κιόλας. Τθογλάνι.



Φέτος, ο Μενέλαος αρχικά δεν ήθελε να μπαίνει καθόλου στη θάλασσα. Του πήρε αρκετές μέρες μέχρι να το ξεπεράσει.

Ένα βράδι, στη φάση όπου ακόμα δεν το είχε ξεπεράσει, τους έχω βάλει για ύπνο. Ο Αλέξανδρος έχει κοιμηθεί και με το Μενέλαο συζητάμε περί ανέμων και υδάτων. Κάποια στιγμή που επικεντρώθηκα στα ύδατα, και συγκεκριμένα τον ρώτησα «Θα μπεις καθόλου στη θάλασσα μέχρι να γυρίσουμε στην Αθήνα;», ο Μενέλαος αποφάσισε πως η συζήτηση έλαβε τέλος σε εκείνο ακριβώς το σημείο. Μου λέει:

«Πήγαινε κάτθε με τον Αλέκθανδρο.»
«Γιατί, τελειώσαμε την κουβέντα μας;»
«Εντάκθει… όλα τα 'παμε.»



Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, η οδήγηση γίνεται και πιο ξεκούραστη. Εξηγώ:

Είμαστε σε φανάρι· ανάβει πράσινο και ο μπροστά-μπροστά κοιμάται. Εκφέρω ένα σιγανό: «Άντε, ξύπνα.»

Παρεμβαίνει ο Μενέλαος ακριβώς από πίσω μου.

«Άντε ρε φίλε!»
«Πες τα, αγόρι μου.»
«Τα λέω, μπαμπά! Άντε ρε φίλε με το Τογιότα! Δεν μου αρέθει καθόλου το Τογιότα θου! Μόνο του παππού Μενέλαου μου αρέθει! Εγώ όταν μπαίνω θτο Αβένθιθ οδηγάω καλύτερα από 'θένα!»

Δεν ξέρω πού να ορκιστώ ότι: 1) τα ως άνω καταγράφηκαν όπως ειπώθηκαν, παρότι δεν τα ηχογράφησα 2) to the best of my knowledge, εγώ δεν έχω πει τέτοια πράγματα!

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Jack Spillet

Σύντομη οπτικοακουστική ενημέρωση.



Τα παιδιά χορεύουν και τραγουδούν ένα παλιότερο τραγουδάκι που είδαν πρόσφατα στο youtube. Ο τίτλος της ανάρτησης είναι η παραφθορά του ρεφρέν, όπως το αντιλήφθηκαν. Αν, παρά την πληθώρα των hints από το χορό τους, δεν καταλάβετε με το πρώτο video ποιο είναι το τραγούδι, θα το ακούσετε στο τέλος του δεύτερου video:






Το '89 είχα δει την υπόλοιπη παρέα στο ΟΑΚΑ (κι έχασα το απόκομμα του εισιτηρίου όταν μου έκλεψαν το πορτοφόλι στο στρατό το 1996). Το '06 είδα στη Μαλακάσα τον Waters (και ξαναλέω: τι ωραίο τραγουδάκι και τι ακόμα πιο γραμάτη παράσταση το “Leaving Beirut”).

Αυτή τη φορά ήμουν απέξω με το Μενέλαο και κάναμε ποδήλατο (διότι ο Αλέξανδρος είχε πάει βόλτα με τον παππού Μενέλαο, με όλα τα πλεονεκτήματα που προσφέρει μια τέτοια έξοδος), οπότε τα γονίδια μίλησαν και ο Μενέλαος πρότεινε ένα φανταστικό τρόπο να ολοκληρώσουμε την ποδηλατάδα:





Το έχω πει και αλλού: υπάρχουν κάποιες ασχολίες που είναι τρομερά επικίνδυνες και δύσκολες, και τα παιδιά δεν πρέπει να τις κάνουν, παρά μόνο υπό εξαιρετικές συνθήκες. Μια ρητή συνθήκη είναι να έχουν μεγαλώσει αρκετά (και άρρητη συνθήκη, αυστηρά μεταξύ μας, είναι να μην έχουν μεγαλώσει τόσο πολύ που να σε πάρουν χαμπάρι). Τα παιδιά το έχουν εμπεδώσει, και είναι ιδιαίτερα ευγνώμονες όταν τους επιτρέπεται κάποια από αυτές τις ασχολίες.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των ασχολιών είναι η παρασκευή καφέ για τον μπαμπά.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το πλύσιμο του αυτοκινήτου:





Εξώδικα ή/και αυτεπάγγελτες μηνύσεις για εκμετάλλευση ανηλίκων γίνονται δεκτές από το Σεπτέμβριο. Ευχαριστώ. Καλές διακοπές.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Crisis Management

Με το κυριλέ εμπιθριόφωνο (και ογκβορμπισόφωνο :) του Kia έχω ξεσκιστεί να φτιάχνω δισκάκια με τη μουσική μου συλλογή για να ακούω τις ώρες που οδηγάω. Έχω φτιάξει και αυτοματοποιημένο σύστημα να τυπώνει φακελάκια με τα περιεχόμενα¹, οπότε ακούω πολλά (και ξεχασμένα, ή κομμάτια που δεν είχα τελικά ακούσει ποτέ). Ακούνε και τα παιδιά μαζί, όταν είναι, και μου λένε τη γνώμη τους.

Σήμερα το μεσημέρι άκουγα το “July Morning” των Uriah Heep, και μου λέει ο Αλέξανδρος:

«Μπαμπά, σου αρέσει αυτό; Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ!»
«Κι εμένα μου αρέθει πάρα πολύ!» (η πορδή ονόματι Μενέλαος, μη τυχόν τον περάσει ο αδερφός του στην προτίμηση οποιουδήποτε).

Τους λέω ενθουσιασμένος ότι μου αρέσει πάρα πολύ, ότι το τραγούδι μιλάει για ένα πρωινό του Ιουλίου όπως είναι τώρα, ότι μπορώ να τους εξηγήσω τι λένε τα λόγια. Θέλουν. Το βάζω από την αρχή, τους μεταφράζω τις πρώτες στροφές. Πρώτο σημείο χωρίς φωνή, ο Μενέλαος ζητάει: «Μπαμπά, ξαναβάλε το.», διότι άμα δεν τραγουδάει κανείς, δεν είναι τραγούδι, είναι μουθική. Του λέω περίμενε, θα συνεχίσουν τα λόγια.

Στη φάση με το πρώτο σόλο του όργανου, κουνάω ρυθμικά το κεφάλι μου, και στον καθρέφτη άλλα δύο κεφαλάκια κουνιούνται στο περίπου, κοιτάζονται και γελάνε. Ο Μενέλαος στο πρώτο σόλο κιθάρας² τραγουδάει και ένα «αχ κουνελάκι» μόνος του.

Εγώ, λοιπόν, που για να ακούσω χαρούμενη μουσική πρέπει να συντρέχει σημαντικότατος λόγος³, σκέφτηκα να μαζέψω κάποια κομματάκια που έχουν ένα κοινό σημείο όσον αφορά εμένα, που δεν πρόκειται να το πω αλλά θα νομίζετε ότι θα βρείτε ποιο είναι, τα οποία θα τα κάνω playlist στο youtube και θα τα μοιραστώ μαζί σας. Ακούς αυτά, και έχεις την απαραίτητη μουσική κάλυψη στις σκέψεις σου για αυτοκτονία με όλα όσα γίνονται γύρω μας, ή αν σου αρέσουν, κάνουν ατάκες Βενιζέλων, Παγκάλων, Παπουτσήδων και λοιπών μη κυβερνητικών να φαντάζουν τόσο γελοίες και ασήμαντες όσο πραγματικά είναι.

Παρέ-παρέ⁴:




¹ τα οποία κάνω χαρτοκοπτική μετά, με κοπίδι και κόλλα UHU stick (που πλέον είναι γαλάζια μέχρι να στεγνώσει η κόλλα οπότε γίνεται διάφανη), για να μπορώ να σημειώνω και πόσο μου άρεσε το καθένα όταν περιμένω σε φανάρι.

² το οποίο, για κάποιο λόγο, μου το θύμιζε κάπως, κάπου η μουσική από το Monkey Island 2. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, πρέπει να το ξαναπαίξω.

³ δεν θυμάμαι λεπτομέρειες (biz), αλλά νομίζω το έκανα σε περιπτώσεις που ήθελα να ρίξω κάποια. Αλλά προπολεμικά, λέμε.

⁴ συνοπτικά, χωρίς να είναι το κοινό σημείο:

The only thing that burns in hell
is the part of you that won't let go of your life

In my heart, in my mind, in my soul
Don't have to settle no goddamn score
Just a drop of water in an endless sea
Temptation comes not from hell but from above

Sailing on a driftwood on a windy bay
And probably will be for life
And who's the fool that wears the crown?
We were made for each other, me and you.

(πλην όμως,
This can't go on; it's all been wrong; for far too long
If you don't get given, you learn to take; and we will take you.)

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Extremely low temperatures in Hell

Ωραίες οι ατάκες των μικρών μας, όλων ημών που καμαρώνουμε τις ευρηματικές τους απαντήσεις, αλλά εγώ έχω σημερινή μονολεκτική ατάκα που δεν παίζεται και πραγματικά δεν υπάρχει. My kidz pwn yourz, simply. Sorry guys.

Κυριακή είναι τα γενέθλια του Αλέξανδρου και σήμερα το μεσημέρι κουβάλησα τα δύο μικρά (μαζί και τον παππού Μενέλαο, που προσπαθούσε να ξεπεράσει το σοκ όταν άκουσε για πρώτη φορά τον Αλέξανδρο να λέει ότι βαριέται να κάτσει λίγο με τον παππού το μεσημέρι) στα Jumbo.

Μπουκάραμε, λοιπόν, και αρχίσαμε να τριγυρνάμε κάνοντας διαλογή παιχνιδιών (μέχρι δύο ο καθένας): θέλω αυτό, θέλω εκείνο, θέλω και το άλλο, καλά ας αφήσουμε αυτό κλπ.

Όταν είχαμε καταλήξει, υπό την πίεση του Αλέξανδρου («Άντε, μπαμπά, πάμε να πληρώσουμε; Τι θα γίνει; Βρήκαμε αυτά που θέλαμε.») κινούμαστε προς τα ταμεία, και περνάμε δίπλα από τραπέζι όπου είχε κάτι κάρτες με μαγνητάκια και μπαλίτσες μπάκουγκαν και παπάρια μάντολες. Κάθονται λίγο να χαζέψουν και να παίξουν, οπότε έρχεται ο νεαρός υπάλληλος που προωθεί το συγκεκριμένο παιχνίδι να ρωτήσει:

«Θέλετε, παιδάκια, να σας κάνω από ένα δώρο;»

Και οι δύο μαζί με μια φωνή:

«Όχι.»

Ο υπάλληλος με κοίταξε εμβρόντητος και μου είπε: «Πρώτη φορά λέω σε παιδιά για δώρο και μου λένε όχι!», αλλά κι εγώ δεν ήμουν σε καλύτερη κατάσταση, μη νομίζετε. Δεν βρήκα τίποτα να του πω για να τον παρηγορήσω.

Τελικά, με τη συνδρομή μπαμπά, παππού και υπαλλήλου πείστηκαν να πάρουν ο καθένας από ένα μπαλάκι και μια μαγνητική κάρτα δώρο, αλλά νομίζω πως ο υπάλληλος δεν θα νιώσει ποτέ ξανά τη σιγουριά που ένιωθε μέχρι σήμερα το μεσημέρι. Τον δικό μου κλονισμό νομίζω θα χρειαστώ χρόνια ψυχοθεραπείας για να τον ξεπεράσω.