Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008

Not as crappy as I thought

Στο πλαίσιο των αναδρομών, δυο ιστοριούλες επιφοίτησης. Η μια βελτίωσε την αυτοπεποίθησή μου, η άλλη γέμισε αγαλλίαση την καρδιά μου. Ο τίτλος της ανάρτησης αφορά και τις δύο.

Δεν έχω κάνει μάθημα Αγγλικών στη ζωή μου. Στο σχολείο Γαλλικά κάναμε. Δεν έχω δώσει ποτέ ούτε καν για Lower. Τα αγγλικά μου τα έμαθα από τραγούδια, διαβάζοντας, βλέποντας σειρές και ταινίες, και με τη χρήση (όταν ο Ιταλοέλληνας ξαδελφός μου Umberto ήρθε στην Ελλάδα το 1980, δεν ήξερε Ελληνικά, κι εγώ δεν ήξερα Ιταλικά. Και μας βοήθησε πολύ και τους δύο ο πατέρας του που λάτρευε τα Αγγλικά.)

Ένα αγαπημένο μου τραγούδι είναι το “Romeo and Juliet” των dIRE sTRAITS, που το πρωτοάκουσα σε πειρατή περίπου ένα χρόνο μετά που βγήκε. Τότε, ελάχιστα καταλάβαινα από τα λόγια. Με το πέρασμα των χρόνων (διότι ένα τραγούδι που αγαπάω δεν το παρατάω στους πέντε δρόμους όταν το βαρεθώ, απλά το ακούω σπανιότερα), καταλάβαινα όλο και περισσότερα (στο βινύλιο που είχα εγώ, δεν είχε τα λόγια επάνω, όπως ας πούμε είχαν οι Pink Floyd από το 1972 και έκτοτε), μέχρι που κάποια στιγμή, το κατάλαβα όλο, και ένιωσα πλήρης.

Αλλά αρκετά πριν έρθει αυτή η αίσθηση πληρότητας, είχα ήδη κάνει απρόσμενα το μεγαλύτερο βήμα.

Πρέπει να ήμουν 14, και είχαμε πάει διακοπές με τη μάνα και τον πατριό μου σε κάμπινγκ στο Κρυονέρι Αχαΐας. Στη διπλανή σκηνή ήταν δύο θείτσες Αγγλίδες που ανταλλάσσαμε και κουβεντούλες, η μία δε από αυτές προσπαθούσε να μου μάθει την Αγγλική προφορά, επειδή η δική μου ήταν μια μπασταρδεμένη Ελληνοαμερικανοαγγλική (κυρίως λόγω τηλεόρασης!).

Ένα απόγευμα που άκουγα από κασέτα ένα dIRE sTRAITS "BEST!!!" (ο τίτλος που είχα δώσει στην κασέτα), βρήκα το θάρρος να ζητήσω τη συνδρομή της καλής θείτσας σε κάνα δυο σημεία που δεν καταλάβαινα σε διάφορα τραγούδια. Με βοήθησε αρκετά, δεν μπορώ να πω, αλλά δεν τα κατάλαβε όλα. Την κοίταξα απορημένος, γιατί δεν είχα πετύχει ποτέ ελληνικό τραγούδι που να μην καταλαβαίνω τα λόγια, και μου απολογήθηκε: «Μη νομίζεις, τα λένε και τόσο γρήγορα, ούτε εμείς καταλαβαίνουμε πάντα τι λένε.»

Μου ήρθε η φώτιση εκείνη τη στιγμή.

Η ιστορία επιβεβαιώθηκε όταν είδα και τη Γούπι Γκόλντμπεργκ να προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τι τραγούδαγε ο Mick Jagger στο “Jumping Jack Flash” (I was raised by two lesbians, what the fuck are you saying here Mick?, ή κάπως έτσι).

Αργότερα, βέβαια, πέτυχα και κάνα δυο ελληνικά τραγούδια με ακατανόητους στίχους, όπως το «Νάιλον ντέρτια και ψόφια κέφια»· άργησα πολύ να μάθω τι ειπώθηκε κάποιο βράδυ μες στη σχολή. Αλλά γενικά οι μεσογειακές γλώσσες δεν παίζονται στην σαφήνεια των στίχων, με την ισορροπημένη εναλλαγή φωνηέντων και συμφώνων.

Η άλλη ιστορία είναι αρκετά κατοπινή.

Το αγαπημένο μου μπαράκι στην Ηλιούπολη ήταν για πολλά χρόνια το “Dreamers” (μέχρι που έκλεισε). Το είχαν δύο μπατζανάκηδες, ο Δημήτρης και ο Αλέξης με τις γυναίκες τους, Ευγενία και Ζωή. Για κάποιο διάστημα, λειτούργησαν και ένα μαγαζάκι με ζωντανή μουσική, την «Άποψη» (που αργότερα μετονομάστηκε και σε «Έρεισμα»).

Εκεί, το γκρουπάκι που έπαιζε τον περισσότερο καιρό ήταν οι τότε σαπόρτ των Κατσιμιχαίων. Δεν θυμάμαι πολλά ονόματα, θυμάμαι το όνομα του κιθαρίστα: Κώστας. Συνήθως τραγούδαγε μια εύσωμη γυναίκα, η Λευκή. Μια χαριτωμένη λεπτομέρεια ήταν όταν ο Δημήτρης και η Ευγενία είχαν επέτειο γάμου, οπότε η μουσική ομάδα τούς αφιέρωσε το «Ό,τι αγαπάω εγώ, παχαίνει».

Ο Κώστας είχε έναν αδελφό, τον Πάρη. Λίγο Μαρκ Άλμοντ στην εμφάνιση, δεν έπαιζε μουσική, δεν τραγούδαγε, δεν μίλαγε πολύ. Καθόταν και έπινε απόμερα ένα ποτάκι όποτε τον έβλεπα.

Ένα βράδι, ο Κώστας προλόγισε «και τώρα, θα σας τραγουδήσει κάτι ο αδελφός μου ο Πάρης». Ο Πάρης έπιασε το μικρόφωνο, και το συνθ έπαιξε τις πρώτες νότες από το “Caruso” του Lucio Dalla.

Τώρα, να εξηγήσω πως πρόκειται για ένα τραγούδι που είναι αγαπημένο, και μάλιστα όχι από τον Pavarotti, αλλά από την πιο επίγεια, και πιο απελπισμένη εκτέλεση του ίδιου του δημιουργού του. Όταν έπαιξαν οι νότες, κοίταξα τη φίλη που ήμαστε παρέα εκείνο το βράδυ, και κυριολεκτικά σκέφτηκα «αμάν, τι θα ακούσουν τ' αυτιά μας». Δεν θυμάμαι αν το είπα, αλλά δεν ήμουν ο μόνος που σκέφτηκε «πού πας, ρε μεγάλε;»

Δεν το τραγούδησε σαν Παβαρότι, αλλά σαν Ντάλα. Η φωνή του, από τους πρώτους στίχους, επέβαλε τη σιωπή στο ακροατήριο με ένα μυστικιστικό τρόπο. Τα μάτια του ήταν κλειστά σε όλο το τραγούδι. Εγώ είχα ανατριχιάσει και είχα δακρύσει.

Αισθάνομαι τυχερός που ήμουν εκεί.

Να, κάπως έτσι είχα νιώσει:



Πήγα μετά, ψάχνοντας λέξεις, να πω στον Πάρη πόσο καταπληκτικά είχα νιώσει. Χαμογέλασε, δε μίλησε. Ήταν εκεί, αλλά δεν νομίζω πως ήταν ποτέ πραγματικά εκεί.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Flashbacks

Το μωρό μπουσουλάει από το χολ στο σαλόνι στο σπίτι της Κριμαίας. Τα πλακάκια του χολ είναι κρύα, και θέλει να πάει στη φλοκάτη του σαλονιού, πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Η πόρτα μεταξύ των δύο δωματίων είναι διπλή συρόμενη, και υπάρχει ένα καλώδιο κατά μήκος της λευκής μαρμάρινης λωρίδας μεταξύ πλακακιού και ξύλου. Πολλοί συγγενείς είναι μαζεμένοι στο σαλόνι και γελάνε. Το μωρό φτάνει στη φλοκάτη, αλλά κάποιος, ίσως ένας θείος μακαρίτης πια, το σηκώνει και το γυρνάει πίσω στα πλακάκια. Το μωρό ξαναπάει προς την φλοκάτη, και η σκηνή επαναλαμβάνεται δυο-τρεις φορές.

Το μωρό, πιο μεγάλο αλλά λιγότερο από δυόμισι, στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Είναι πλάι στο διπλό κρεβάτι, και σηκώνεται όρθιο στηριζόμενο στο κρεβάτι. Από την άλλη μεριά, ανάμεσα στο κρεβάτι και την μπαλκονόπορτα, ο πατέρας του και η μάνα του σταματούν τον τσακωμό. Η μάνα λέει: «Όχι μπροστά στο παιδί.»

Του άρεσαν τα χρώματα στο λουλουδάτο σεντόνι του διπλού κρεβατιού.

Η γιαγιά απ' τη μάνα του έχει έρθει επίσκεψη, και ο μικρός την αγαπάει πολύ. Έρχεται η ώρα που θα φύγει, κι ο μικρός δεν θέλει να φύγει η γιαγιά. Η μάνα του τον βγάζει στο μπαλκόνι, είναι ζεστό απόγευμα, και του λέει «κάτσε παίξε, δεν θα φύγει η γιαγιά». Ο μικρός κλαίει. Μετά από λίγο, βλέπει τη γιαγιά του κάτω στο δρόμο να παίρνει το δρόμο για το σπίτι της, και αρχίζει να φωνάζει κλαίγοντας, «γιαγιά! γιαγιά!», ή ίσως απλά «ααααα, αααα».

Πριν τα τρία του, έχει μετακομίσει στην Εστίας, στο σπίτι της γιαγιάς απ' τη μαμά. Έχει πάει επίσκεψη στη γιαγιά από τον πατέρα του, που του έχει μαγειρέψει τα μακαρόνια με την τριμμένη φέτα, που πολύ του αρέσουν.

Η μάνα του παίζει μαζί του με κυβάκια που έχουν γράμματα επάνω στις όψεις. Του φτιάχνει λέξεις, τις χαλάει, και ο μικρός τις ξαναφτιάχνει.

Επίσκεψη στον θείο Κώστα στη Μωραΐτη. Πάει να παίξει με τα παιδιά που μένουν στο απέναντι αριστερά σπίτι με τον μεγάλο κήπο. Έχουν ένα καινούριο τρενάκι που φαντάζει τόσο, μα τόσο επιθυμητό.

Γύρω στα τεσσεράμιση, στο νέο σπίτι της γιαγιάς, στην Ήλιδος, παίζει σε μια αλάνα. Τα σπίτια ήταν πολύ χαμηλότερα τότε στους Αμπελόκηπους. Πιάνει ένα κομμάτι σπασμένο φλιτζάνι και το πετάει πιο πέρα. Νιώθει κάτι ζεστό και υγρό στον αντίχειρά του. Κοιτάει, και βλέπει πολύ αίμα. Βάζει τα κλάματα κι ας μη πονάει, μόνο από την τρομάρα του, και τρέχει για το σπίτι. Το σημάδι στον αντίχειρα υπάρχει ακόμα, μετά από τριανταφεύγα χρόνια.

Οι επισκέψεις με το λεωφορείο μέχρι την νονά κοντά στην πλατεία Καλογήρων, τότε ήταν ταξίδι ολόκληρο. Ο χρόνος πέρναγε ακόμα αργά. Η θέα των γύρω σπιτιών ήταν γοητευτική. Τι ήταν, πρώτος, δεύτερος όροφος;

Όταν έκλεισε τα πέντε, ο Γιώργος και ο Μίλτος, δύο πολύ μεγαλύτερα ξαδέλφια του του κάνουν δώρο το πρώτο δικό του βιβλίο: «Αισώπου Μύθοι».

Ένα γειτονόπουλο είχε αυτοκινητάκι που δεν σπρώχνεις μπρος-πίσω με τα πόδια, αλλά με μπαταρία. Υπέροχο, κι ας μην είχε αρκετή ισχύ να ανηφορίσει την Ήλιδος. Στην κατηφόρα το μοτεράκι ακουγόταν καλύτερα.

Το σπίτι της γιαγιάς, στην αυλή, είχε περιστρεφόμενη σκάλα για την ταράτσα. Καθόταν μαζί με τη γιαγιά όταν εκείνη άπλωνε τα ρούχα, και απέφευγε τον φωταγωγό γιατί φοβόταν μήπως πέσει. Στο διάδρομο από την εξώπορτα μέχρι την άλλη πίσω πόρτα της αυλής, που ήταν κλειστή επειδή ο παππούς είχε ψαρευτικά και άλλα πράγματα και μια κουρτίνα που έκλεινε την αυτοσχέδια αποθήκη, υπήρχαν δύο διακόπτες για τη μία λάμπα. Ζήταγε από κάθε μεγάλο να τον ανεβάζει μέχρι τους διακόπτες, ώστε να καταλάβει ποιος διακόπτης σε ποια θέση ανάβει τη λάμπα.

Ψάρεμα. Ψάρεμα με τον παππού. Δόλωνε τα αγκίστρια με τυρόψωμο. Ιδέα δεν έχει πού πηγαίνανε.

Παίζει με Lego στο σαλόνι της γιαγιάς, και έχει χάσει το κίτρινο κομμάτι που από κάτω είναι αψιδωτό. Καθώς το ψάχνει, θυμάται τη σκηνή, σκύβει πίσω από το πόδι του καναπέ, παίρνει το κομμάτι. (Όταν στην εφηβεία, πια, τού έρχονταν déjà-vu, έκανε το αντίθετο απ' ό,τι θυμόταν, και σταμάτησαν να του έρχονται.)

Του άρεσαν τα σουβλάκια από την Πλάζα, πίτα με ντομάτα και μπιφτέκι μακρύ και λεπτό. Όταν η μάνα του βαριόταν να πηγαίνει μέχρι εκεί και έφερνε από αλλού, εκείνος γκρίνιαζε και έλεγε «δεν είναι από την Πλάζα».

Μια μέρα, παίζει «Μάχη» με τον φίλο του το Νίκο στο δρόμο κι έχουν τσακωθεί. Η μάνα του Νίκου τον φωνάζει να μαζευτεί. Καθώς βλέπει το Νίκο να γυρνάει την πλάτη, σηκώνει μια πέτρα από κάτω και την πετάει στην πλάτη του Νίκου. Ο Νίκος πονάει, κλαίει. Ο μικρός τρώει ξύλο, και μετά πρέπει να ζητήσει συγγνώμη από το Νίκο, παρουσία της μαμάς και του μπαμπά του Νίκου.

Κάποια βράδια έπαιζε Κότζακ, αλλά μετά την ώρα που υποτίθεται πως έπρεπε να κοιμάται. Ήταν αστείος ο φαλακρός με το γλειφιτζούρι. Ο μικρός αρκετές φορές την κοπάναγε από το κρεβάτι του και σερνόταν μέχρι πριν την πόρτα στο σαλόνι, όπου το μόνο φως ήταν η τηλεόραση. Η καρδιά του βάραγε ταμπούρλο μη τον πιάσουν, δεν τα κατάφερνε πάντα.

Πριν πάει σχολείο ακόμα, επίσκεψη στην θεία Πίτσα στη Γορτυνίας. Κοντεύει Πάσχα, και στο απέναντι εγκαταλελειμμένο σπίτι με τη μεγάλη αυλή, χασάπηδες έχουν φέρει αρνιά για σφάξιμο και άμεση πώληση. Βλέπει για πρώτη φορά να κόβουν το λαρύγγι ζωντανού πλάσματος. Κανείς δεν του λέει να φύγει. Η Ηλιούπολη εκεί ψηλά ήταν χωριό.

Λάτρευε τα βουτήματα του Ανδριά. Ανέβα την Ήλιδος, δεξιά Σεβαστουπόλεως, αγαπημένος προορισμός.

Πρώτη δημοτικού, γυρνάει από το σχολείο και όλοι οι συγγενείς είναι μαζεμένοι. Πέθανε ο παππούς από τη μάνα του. Νιώθει τη στεναχώρια των άλλων, νιώθει την απώλεια, αλλά όχι πλήρως. Δεν κλαίει. Τον στέλνουν να πάρει μια γκαζόζα από το μπακάλικο, λίγο πιο πάνω, αλλά δεν είχε. Παρά τις παλαιότερες σχετικές προειδοποιήσεις, ανεβαίνει στο πιο πάνω μπακάλικο, πιο μετά από τη Σεβαστουπόλεως. Στην επιστροφή τρέχει για να κάνει πιο γρήγορα και να μη καταλάβουν πως πήγε στο πιο μακριά. Γλιστράει, και καθώς πέφτει στο έδαφος προσπαθώντας να μη σπάσει το μπουκάλι, ακούει και λάστιχα αυτοκινήτου. Γυρνάει ανάσκελα, και βλέπει τα πόδια του να είναι κάτω από ένα ταξί. Ευτυχώς, όχι κάτω από τις ρόδες. Ο οδηγός του ταξί έχει ήδη βγει, τον έχει τραβήξει και τον ελέγχει. Μια γρατζουνιά μόνο στο γόνατο, κι αυτή από την άσφαλτο. Το ταξί δεν τον ακούμπησε καθόλου. «Είσαι πολύ τυχερό αγόρι», του λέει. Όταν γυρνάει σπίτι, ο μικρός δεν λέει κουβέντα σε κανέναν γι' αυτό.

Πριν τη μετακόμιση στην Ηλιούπολη, δευτέρα δημοτικού, η παιδοπαρέα παίζει έξω στο δρόμο. Κάποιος έχει φέρει ένα περιοδικό ή βιβλίο που έχει ονοματολογία: το όνομα του καθενός λέει πράγματα γι' αυτόν. Το μεγαλύτερο κορίτσι της παρέας, η Βαρβάρα, δωδεκάχρονη και ψηλή, λέει «φέρε μου να δω τι λέει και για 'μένα.» Κοιτάει, και διαβάζει: «Ρομαντική, αλλά… γκρινιάρα!» Σουφρώνει τη μύτη της και γκρινιάζει: «Δεν είμαι γκρινιάρα!»


Αυτά. Δηλαδή, όχι μόνο αυτά. Και άλλα, ελάχιστα όσο πιο πίσω πάω, ολοένα και περισσότερα με το πέρασμα των χρόνων.

Εγώ υποστηρίζω πως τα θυμάμαι αυτά. Ναι, και τα πολύ πίσω. Δεν με πιστεύει κανείς. Ούτε συγγενείς με τους οποίους είχα πιστοποιήσει όποια πράγματα είχαν γίνει. Θα τα είδα σε φωτογραφίες, λένε, ή σε κανένα φιλμάκι που τότε τράβαγαν.

Δεν έχει σημασία. Απλά, οι αναμνήσεις από τα πρώτα σου χρόνια είναι σκόρπιες, ίσως τυχαίες, ίσως όχι. Οι άλλοι παρόντες από τις αναμνήσεις σου ίσως τις θυμούνται κι αυτοί, ίσως όχι. Αλλά είτε πραγματικότητα, είτε φαντασία, είναι χαραγμένες ανεξίτηλα. Και τώρα που έχω περάσει από την αντίπερα μεριά της όχθης, συχνά-πυκνά προσπαθώ να μπω στη θέση των μικρών, και αναρωτιέμαι αν θα τα θυμούνται μετά. Μπορεί.

Προσπαθώ κάθε τι υποψήφιο για χάραγμα να το κάνω ευχάριστο. Μαντέψτε. Δεν τα καταφέρνω πάντα.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

Το μπζωνιστήρι

Κάναμε στον Αλέξανδρο (η Αθανασία ζωντανά εκεί, εγώ δια του τηλεφώνου από εδώ) εντατικό φροντιστήριο, επειδή όταν μια κυρία στην παραλία τον ρώτησε «Πώς λένε τον μπαμπά σου;», εκείνος απάντησε «αουίς!».



Όσο ήμουν ακόμα στη Λευκάδα, όταν ήταν εκεί και ο Νίκος με τη Βάσω, πήγαμε όλοι μαζί μια μονοήμερη εκδρομή με το Auris.

Οι άντρες κάτσαμε μπροστά, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό, όπως αποδείχτηκε.

Όταν ξεκινήσαμε και το αυτοκίνητο ξεπέρασε την ιλιγγιώδη ταχύτητα των 20 χαω, άρχισε το μπιμπίπ για τις ζώνες. Οι γυναίκες μας από πίσω, προφανώς, ρώτησαν γιατί δεν φορέσαμε τις ζώνες μας ακόμα. Εξήγησα πως είναι θέμα ανδρικής αξιοπρέπειας και μάχης για επικράτηση, και ο Νίκος ακολούθησε. Για 30 δευτερόλεπτα υποστήκαμε το μπιμπίπ, για 90 δευτερόλεπτα το μπιμπιμπίπ, και για το σύνολο των 120 προαναφερθέντων δευτερολέπτων τις απόπειρες ανάκρισης, γκρίνιας, χλευασμού και απόρριψης από τις γυναίκες μας. Την ώρα που φτάναμε στον κεντρικό δρόμο, δύο λεπτά αργότερα και συμφώνως με τας γραφάς (Toyota Auris User's Guide, στο κάτω ντουλαπάκι), τα μπιμπίπ σταμάτησαν. Με αίσθημα ηδονής και τουλάχιστον 5 πόντους μεγαλύτερο πέος, φορέσαμε τις ζώνες μας.

Εν αντιθέσει με τις αντρίκιες ιστορίες που λέει ο Νίκος γύρω από τη φωτιά, στο τέλος δεν γάμησα καμιά ξέμπαρκη αξύριστη αναρχοκομουνίστρια, αλλά ένιωσα μια μικρή ηλίθια ικανοποίηση. Δεν είναι κόπος να φορέσεις τη ζώνη, αλλά δεν είναι και τρόπος αυτός από το αυτοκίνητό σου! Είναι η λογική του «εγώ ξέρω καλύτερα», είναι η μάνα/πεθερά που —την ώρα που απλώνεις το χέρι για το αλάτι— σε ρωτάει αν αλάτισες το νερό για τα μακαρόνια, είναι ο συνάδελφος που περνώντας από το γραφείο σου σου υποδεικνύει να βάλεις το εφτά καρό πάνω στο οκτώ μπαστούνι¹, είναι ο μεγάλος που δεν επαναλαμβάνει μπροστά στην κάμερα αυτό που έκανε τον μικρό να ψοφάει στο γέλιο:



Αυτό το περιστατικό ήταν μια πολύ μικρή «νίκη»· δεν έχει να κάνει με Λουδδιτισμό, ούτε περνάει κάποιο μήνυμα… ακατανόητη έως και ανεγκέφαλη, αλλά μερικές φορές, τα γονίδια σε ωθούν χωρίς να σου εξηγούν. Αν αυτή η ώθηση είναι ανώδυνη για όλους, εγώ προτιμώ να την ακολουθήσω. Νιώθω καλύτερα. Κοροϊδεύομαι πως είμαι αυτόβουλος και ανεξάρτητος.

Υπερβάλλω, βέβαια. Για χαβαλέ δίνω τόσο σημασία στο περιστατικό. Απλά, ως δίδαγμα για όλους μας, πριν μιλήσουμε σε κάποιον, ας σκεφτόμαστε γιατί πραγματικά μιλάμε: για το καλό του άλλου ή για το δικό μας καλό;

Πω ρε μάγκα. Ξέφυγα πάλι.


¹ Είναι γνωστό πως, αν τυχόν ναυαγήσεις σε ένα νησί και είσαι ο μόνος επιζήσας, το μόνο που χρειάζεται για να σωθείς είναι ένα λάπτοπ με μπαταρία που να αντέχει δέκα λεπτά: με το που θα βρεις λίγη σκιά, ανοίγεις το Solitaire. Είναι μαθηματικά βέβαιο πως κάποιος θα εμφανιστεί για να σου υποδείξει το προφανές, οπότε σώθηκες.

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

Fry Laurie!

Σήμερα τελειώνω την τηλεθέαση όλων των επεισοδίων του “A Bit of Fry & Laurie” (τα εισαγωγικά επιβάλλονται), μια σειρά αρκετά φευγάτη για όσους δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με το Αγγλικό παρατραβηγμένο χιούμορ. Παρ'όλα αυτά, είχε και μερικά εβραίος αποδεκτά διαμάντια, όπως αυτά που παραθέτω για την διασκέδασή σας:

Σχολείο ποδοσφαίρου


Κράξιμο για την Θάτσερ (τότε πρωθυπουργό) και τραγούδι Where is the lid?


Σοφιστικέ (τραγουδάκι)


America (ομοίως)


Ακολουθήστε τα σχετικά videos ακολουθώντας τα λινξ του youtube (hints: I'm in love with Steffi Graff, Kicking Ass, Little Girl, κι όλα αυτά είναι τραγούδια μόνο, ψάξτε γενικώς για Fry & Laurie ώστε να βρείτε και άλλα σκετσάκια).

Με τις υγείες σας / Soupy twist!

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2008

Προσωρινά πίσω

Για την εβδομάδα αυτή, δηλαδή. Προσπαθώ να δουλέψω, αλλά έχω πολλούς πειρασμούς που δεν με αφήνουν.

Δυστυχώς δεν έφερα βιντεάκια και φωτογραφίες, αλλά θα φέρω.

Όσο έλειπα, όπου δεν είχα σχεδόν καμία επαφή με το δίκτυο (ΔΕΝ είναι μπηχτή, Νίκο :) είχα και διάφορες ιδέες για αρθράκια στο blog. Όπως είπε και ένας νεοαποκτηθείς φίλος (Αργύρη, θα ξεπεράσουμε μαζί αυτόν τον σκόπελο στη σχέση μας), το blog μου δεν έχει ταυτότητα, είναι λίγο απ' όλα, οπότε γι' αυτό δεν έχει και πολλούς αναγνώστες. Του είπα κι εγώ, τον τίτλο του blog δεν τον επέλεξα τυχαία.

Προς το παρόν, κάνω διάλειμμα και προσπαθώ να βρω χαρούμενα τραγούδια (ή τουλάχιστον μπιτάτα) στη συλλογή μου για να κάψω σιδί με εμβιθρί για το καινούριο αυτοκίνητο του Νίκου. Είναι δύσκολο, αλλά το παλεύω. Θα πω και κάνα δύο ψέματα («πω πω, πώς μου ξέφυγε αυτό και το'βαλα;», «τι, δεν είναι χαρούμενο αυτό;», «μα άκου τα λόγια! everything is coming up roses!») και θα τη βγάλω καθαρή.

Σύντομα.