Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Summer 13 status report A

Αρκετές νύχτες στις διακοπές, πριν τον ύπνο, είχαμε να δούμε Καραγκιόζη. Πρόχειρος μπερντές ένα λεπτό τραπεζομάντηλο, στο παράθυρο μεταξύ δύο δωματίων (περίεργο ακούγεται, αλλά τα δωμάτια δεν δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα.) Γενικώς παίχτηκαν αρκετές καλές ατάκες (εννοείται πως λόγω συγγενείας ανεχτήκαμε πολλές μιμήσεις πορδών, όπως και τα περιστασιακά οργανωτικά διαλείμματα όπου ο ένας καραγκιοζοπαίχτης καθοδηγεί τον άλλον, ή τσακώνονται για το ποιο έργο θα παίξει, μέχρι να το ανακοινώσει ο Μενέλαος με ένα «αγαπητέ μου κοινό…»), αλλά τώρα θα σας περιγράψω δύο σκηνές (ουσιαστικά μία, αλλά διακεκομμένη) που νομίζω αξίζουν να μείνουν στην ιστορία του κινηματογράφου, εκεί δίπλα στα “Top Secret!” και “Naked Gun”.

Σκηνή: ο Αλέξανδρος ελέγχει τον Καραγκιόζη, ο Μενέλαος τον άλλο Καραγκιόζη, αλλά για να προσπεράσουμε το παράδοξο, λέμε πως είναι ο Σταύρακας ο αδελφός του Καραγκιόζη.

Τσακώνεται ο Καραγκιόζης με το Σταύρακα, οπότε ο Καραγκιόζης καρφώνει σιγά-σιγά στο έδαφος τον Σταύρακα κοπανώντας τον, και ο Σταύρακας θάβεται πλήρως. Ακούγεται επική μουσική, κάτι μεταξύ μουσικής επένδυσης Καραγκιόζη και ταινίας με υπερήρωες:
Νταν-ντα ντα ντα νταν-ντα ντα ντα ντα ντα νταν-ντα ντα ντα νταν (μόνο τρεις νότες όμως)

Το χέρι του Σταύρακα/Καραγκιόζη ξεπροβάλλει αργά από το έδαφος, ο οποίος δεν σταματάει όταν εμφανιστεί ολόκληρος, αλλά συνεχίζει την αργή, ανοδική του πορεία μέχρι να εξαφανιστεί στον ουρανό. Η μουσική σταματάει.

Ο Καραγκιόζης συνεχίζει με ένα μονόλογο, και συντόμως, εντελώς ανύποπτα, ακούγεται πάλι η επική μουσική.

Το χέρι του Καραγκιόζη/Σταύρακα εμφανίζεται στον ουρανό από δεξιά, και με την ίδια αργή πορεία ο Σταύρακας πετάει πάνω από τον Καραγκιόζη μέχρι να εξαφανιστεί αριστερά. Η μουσική σταματάει πάλι. Ξεχνάμε τον Σταύρακα τώρα. Εξαφανίζεται για τα καλά.

Έρχεται ο Μπάρμπα-Γιώργος (δια χειρός Μενέλαου πάλι). Διάλογος με τον Καραγκιόζη, που αναπόφευκτα οδηγεί και πάλι σε τσακωμό, οπότε και πάλι ο Καραγκιόζης καρφώνει στο έδαφος και τον μπάρμπα-Γιώργο, ο οποίος επίσης θάβεται τελείως. Ξανά η επική μουσική, κι ο μπάρμπα-Γιώργος αρχίζει να ανεβαίνει σιγά-σιγά. Ανεβαίνει, ανεβαίνει, και όταν εμφανιστεί ολόκληρος, διαπιστώνουμε πως στέκεται πάνω στους ώμους του Σταύρακα, και συνεχίζουν αμφότεροι την ανοδική πορεία μέχρι να εξαφανιστούν στον ουρανό.

Η μουσική σταματάει πάλι. Τέλος ιστορικής σκηνής.

Σε κατοπινή αναπαράσταση, ο Κολλητήρης σταμάτησε την ανοδική πορεία και άρχισε την αργή πτώση σκυμμένος, ενώ ακούγεται το επεξηγηματικό «αλεξίπτωτο κώλου!» Πιο μετά, σε αντίστοιχη φάση, ακούστηκε και το «αλεξίπτωτο νύφης!».

Εύφημο μνεία αξίζουν και τα ειδικά εφέ: π.χ. όταν κάποια στιγμή ο Καραγκιόζης ρώτησε τον Κολλητήρη αν του άρεσε το φαγητό (παπούτσια με τηγανιτά φλούδια πατάτας), ο Κολλητήρης απάντησε με ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο, ενώ η σκιά του καραγκιοζοπαικτικού ελεύθερου χεριού έκανε το ωστικό κύμα.

Δείγμα διαλόγου:
Α: Είμαι άνεργος εννέα χρόνια. Όταν δούλευα, ξύριζα μουστάκια. Φέρε μου τον αδερφό μου.
Μ: Κάτσε να σου φέρω τον συνάδελφό σου!
Α: Τον αδερφό μου, ρε, όχι τον συνάδελφό μου!
(φωνή από κοινό): Συνάδελφος είναι κι αυτός, ήταν οικογενειακή η επιχείρηση.

Κι άλλο δείγμα διαλόγου:
Ο Καραγκιόζης νύφη εκ δεξιών (Αλέξανδρος), ο μπάρμπα-Γιώργος (Μενέλαος) εξ αριστερών. Ο μπάρμπας φέρνει την νύφη οδηγώντας πολύ γρήγορα. Σταματούν.
Α (νύφη αλλά με κανονική φωνή): Έτρεχες τόσο γρήγορα, που με έπιασε διάρροια και θέλω να χέ-
Μ (ως σκηνοθέτης): Μίλα κοριτσίστικα!
Α (με κοριτσίστικη φωνή): Τα 'φτυσα!

Στην παρέα εγώ με Αθανασία, Γιάννη (νονός Αλέξανδρου, δυστυχώς δεν μπόρεσαν να κάτσουν πολλές ημέρες), Κατερίνα (σύζυξ Ιωάννου), παππού Μενέλαο (γνωστός και ως πεθερός). Δεν θυμάμαι πώς, ίσως λόγω τάσεων της μικρής Χρυσάνθης (του Γιάννη και της Κατερίνας) έχει έρθει η κουβέντα στη Νάντια Κομανέτσι. Μνημονεύουμε το τέλειο δεκάρι της στους Ολυμπιακούς της Μόσχας, πόσο καλή ήταν, πόσο γυναικάρα όπως εξελίχτηκε, έναν πολύ καλό γάμο που έκανε κτλ.

Γιάννης: «Γενικώς, ήταν πολύ καλή και στις ασκήσεις εδάφους, και στη δοκό, παντού. Και, όπως αποδείχτηκε πιο μετά, και στο κρεβάτι.»
Πεθερός: «Α, στην φαρδιά δοκό!»

Κάθομαι στο πεζούλι μεταξύ δρόμου και παραλίας παρέα με τον Αλέξανδρο και το νονό του το Γιάννη. Κάποια στιγμή μου λέει ο Αλέξανδρος: «Μπαμπά, να σου πω τι έχω καταλάβει;»
«Πες μου.»
«Όποτε ερχόμαστε στην παραλία, η μαμά τσακώνεται.»
Τον κοιτώ περιμένοντας τη συνέχεια.
«Τσακώνεται μαζί μου! Συνέχεια τσακωνόμαστε!»
Συνεχίζω να τον κοιτώ, οπότε εξηγεί:
«Φίλε, την έχω περάσει την εφηβεία, είμαι σίγουρος. Από τα επτά πήγα κατευθείαν στα δεκαοκτώ.»

Πιο μετά, κάθομαι στην ψάθα. Η Αθανασία μου φωνάζει μέσα από το νερό: «Χρήστοοοο! Τι ώρα είναι;»

Βγάζω το κινητό από τη μπανάνα να δω την ώρα. Κοιτάζω με στοργή το υπερδεκαετές 5100, που με είχε υπηρετήσει πιστά τόσα χρόνια πριν παροπλιστεί, και που ακμαίο επανήλθε στην ενεργό δράση πέρσι μετά το κυματικό πλήγμα που έχω περιγράψει σε προηγούμενο τεύχος. Η μνήμη μου γεμίζει θύμησες, πόσα έχουμε περάσει μαζί, πόσες φορές το έχω ρίξει επίτηδες λέγοντας ένα δήθεν ανέμελο «α! μου έπεσε!», το κινητό που ήταν ο ακόλουθός μου σε τουλάχιστον δύο σχέσεις μου, και απαντώ στην Αθανασία: «Ώρα να πάρω smartphone!»

Στην αβέβαιη έκφραση της Αθανασίας, απαντώ δια νεύματος πως είναι μία η ώρα.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες, όμως, και βάσει της χρονικής διάρκειας των διακοπών των παιδιών, εξασφαλίσαμε μία μέρα αντρίκιων διακοπών: αύριο Δευτέρα θα καθίσουμε όλη μέρα και θα ματώσουμε από το ξύσιμο στο σπίτι. Η αλλόφυλη μαμά, βέβαια, μας κοίταζε σαν εξωγήινους ή διανοητικά καθυστερημένους, και μας απείλησε ότι θα πάει μόνη της στη θάλασσα (μετάφραση στα Αντρικά: μας υποσχέθηκε να μας αφήσει ήσυχους :) ).

Λίγο πριν ποστάρω, ο Αλέξανδρος δίπλα μου ρωτάει τι κάνω. Του εξηγώ ότι ετοιμάζομαι να αναρτήσω στο διαδίκτυο τις ατάκες του. Κοιτάει και σχολιάζει: «Πω πω, πόσα έχεις γράψει… Διάσημος!»