Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα enlightenment. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα enlightenment. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Contras

Πριν βγούμε για απογευματινή βόλτα με το αμάξι γύρω από το Ολυμπιακό Στάδιο¹ (κατόπιν αιτήσεως του Μενέλαου), ετοιμάζω το Μενέλαο (σώβρακο, σορτσάκι κλπ) φορώντας ένα μπλουζάκι με macedonia-is-greek θέμα και πνεύμα.

Ο Μενέλαος με ρωτάει: «Ποιοθ είναι αυτόθ;»
«Αυτός, παιδί μου, είναι ο Μέγας Αλέξανδρος.»
«Όχι… αυτόθ… είναι… ο Μέγαθ Μενέλαοθ.»

Υποκλίνομαι. Όταν μεγαλώσουν τα παιδιά μου, ελπίζω να θεωρούν πως είμαι με το μέρος τους (και προφανώς αναφέρομαι στο δικό μου συμφέρον). Από τη στιγμή που το συνειδητοποίησα αυτό, ο βαθμός δυσκολίας γονέα ανέβηκε ένα κλικ.

¹ Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έχουν ακούσει τα παιδιά όταν σχολιάζω την Αγορά, τη χρησιμότητά της και το κόστος της (πάντως δεν βρίζω πέρα από το χαρακτηρισμό «μια βλακεία και μισή». Ναι, γνωρίζω τις ευφυείς αρχιτεκτονικές ιδέες και περί προσανατολισμού και περί αξιοποίησης του υλικού, αλλά χέστε με.)

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008

Not as crappy as I thought

Στο πλαίσιο των αναδρομών, δυο ιστοριούλες επιφοίτησης. Η μια βελτίωσε την αυτοπεποίθησή μου, η άλλη γέμισε αγαλλίαση την καρδιά μου. Ο τίτλος της ανάρτησης αφορά και τις δύο.

Δεν έχω κάνει μάθημα Αγγλικών στη ζωή μου. Στο σχολείο Γαλλικά κάναμε. Δεν έχω δώσει ποτέ ούτε καν για Lower. Τα αγγλικά μου τα έμαθα από τραγούδια, διαβάζοντας, βλέποντας σειρές και ταινίες, και με τη χρήση (όταν ο Ιταλοέλληνας ξαδελφός μου Umberto ήρθε στην Ελλάδα το 1980, δεν ήξερε Ελληνικά, κι εγώ δεν ήξερα Ιταλικά. Και μας βοήθησε πολύ και τους δύο ο πατέρας του που λάτρευε τα Αγγλικά.)

Ένα αγαπημένο μου τραγούδι είναι το “Romeo and Juliet” των dIRE sTRAITS, που το πρωτοάκουσα σε πειρατή περίπου ένα χρόνο μετά που βγήκε. Τότε, ελάχιστα καταλάβαινα από τα λόγια. Με το πέρασμα των χρόνων (διότι ένα τραγούδι που αγαπάω δεν το παρατάω στους πέντε δρόμους όταν το βαρεθώ, απλά το ακούω σπανιότερα), καταλάβαινα όλο και περισσότερα (στο βινύλιο που είχα εγώ, δεν είχε τα λόγια επάνω, όπως ας πούμε είχαν οι Pink Floyd από το 1972 και έκτοτε), μέχρι που κάποια στιγμή, το κατάλαβα όλο, και ένιωσα πλήρης.

Αλλά αρκετά πριν έρθει αυτή η αίσθηση πληρότητας, είχα ήδη κάνει απρόσμενα το μεγαλύτερο βήμα.

Πρέπει να ήμουν 14, και είχαμε πάει διακοπές με τη μάνα και τον πατριό μου σε κάμπινγκ στο Κρυονέρι Αχαΐας. Στη διπλανή σκηνή ήταν δύο θείτσες Αγγλίδες που ανταλλάσσαμε και κουβεντούλες, η μία δε από αυτές προσπαθούσε να μου μάθει την Αγγλική προφορά, επειδή η δική μου ήταν μια μπασταρδεμένη Ελληνοαμερικανοαγγλική (κυρίως λόγω τηλεόρασης!).

Ένα απόγευμα που άκουγα από κασέτα ένα dIRE sTRAITS "BEST!!!" (ο τίτλος που είχα δώσει στην κασέτα), βρήκα το θάρρος να ζητήσω τη συνδρομή της καλής θείτσας σε κάνα δυο σημεία που δεν καταλάβαινα σε διάφορα τραγούδια. Με βοήθησε αρκετά, δεν μπορώ να πω, αλλά δεν τα κατάλαβε όλα. Την κοίταξα απορημένος, γιατί δεν είχα πετύχει ποτέ ελληνικό τραγούδι που να μην καταλαβαίνω τα λόγια, και μου απολογήθηκε: «Μη νομίζεις, τα λένε και τόσο γρήγορα, ούτε εμείς καταλαβαίνουμε πάντα τι λένε.»

Μου ήρθε η φώτιση εκείνη τη στιγμή.

Η ιστορία επιβεβαιώθηκε όταν είδα και τη Γούπι Γκόλντμπεργκ να προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τι τραγούδαγε ο Mick Jagger στο “Jumping Jack Flash” (I was raised by two lesbians, what the fuck are you saying here Mick?, ή κάπως έτσι).

Αργότερα, βέβαια, πέτυχα και κάνα δυο ελληνικά τραγούδια με ακατανόητους στίχους, όπως το «Νάιλον ντέρτια και ψόφια κέφια»· άργησα πολύ να μάθω τι ειπώθηκε κάποιο βράδυ μες στη σχολή. Αλλά γενικά οι μεσογειακές γλώσσες δεν παίζονται στην σαφήνεια των στίχων, με την ισορροπημένη εναλλαγή φωνηέντων και συμφώνων.

Η άλλη ιστορία είναι αρκετά κατοπινή.

Το αγαπημένο μου μπαράκι στην Ηλιούπολη ήταν για πολλά χρόνια το “Dreamers” (μέχρι που έκλεισε). Το είχαν δύο μπατζανάκηδες, ο Δημήτρης και ο Αλέξης με τις γυναίκες τους, Ευγενία και Ζωή. Για κάποιο διάστημα, λειτούργησαν και ένα μαγαζάκι με ζωντανή μουσική, την «Άποψη» (που αργότερα μετονομάστηκε και σε «Έρεισμα»).

Εκεί, το γκρουπάκι που έπαιζε τον περισσότερο καιρό ήταν οι τότε σαπόρτ των Κατσιμιχαίων. Δεν θυμάμαι πολλά ονόματα, θυμάμαι το όνομα του κιθαρίστα: Κώστας. Συνήθως τραγούδαγε μια εύσωμη γυναίκα, η Λευκή. Μια χαριτωμένη λεπτομέρεια ήταν όταν ο Δημήτρης και η Ευγενία είχαν επέτειο γάμου, οπότε η μουσική ομάδα τούς αφιέρωσε το «Ό,τι αγαπάω εγώ, παχαίνει».

Ο Κώστας είχε έναν αδελφό, τον Πάρη. Λίγο Μαρκ Άλμοντ στην εμφάνιση, δεν έπαιζε μουσική, δεν τραγούδαγε, δεν μίλαγε πολύ. Καθόταν και έπινε απόμερα ένα ποτάκι όποτε τον έβλεπα.

Ένα βράδι, ο Κώστας προλόγισε «και τώρα, θα σας τραγουδήσει κάτι ο αδελφός μου ο Πάρης». Ο Πάρης έπιασε το μικρόφωνο, και το συνθ έπαιξε τις πρώτες νότες από το “Caruso” του Lucio Dalla.

Τώρα, να εξηγήσω πως πρόκειται για ένα τραγούδι που είναι αγαπημένο, και μάλιστα όχι από τον Pavarotti, αλλά από την πιο επίγεια, και πιο απελπισμένη εκτέλεση του ίδιου του δημιουργού του. Όταν έπαιξαν οι νότες, κοίταξα τη φίλη που ήμαστε παρέα εκείνο το βράδυ, και κυριολεκτικά σκέφτηκα «αμάν, τι θα ακούσουν τ' αυτιά μας». Δεν θυμάμαι αν το είπα, αλλά δεν ήμουν ο μόνος που σκέφτηκε «πού πας, ρε μεγάλε;»

Δεν το τραγούδησε σαν Παβαρότι, αλλά σαν Ντάλα. Η φωνή του, από τους πρώτους στίχους, επέβαλε τη σιωπή στο ακροατήριο με ένα μυστικιστικό τρόπο. Τα μάτια του ήταν κλειστά σε όλο το τραγούδι. Εγώ είχα ανατριχιάσει και είχα δακρύσει.

Αισθάνομαι τυχερός που ήμουν εκεί.

Να, κάπως έτσι είχα νιώσει:



Πήγα μετά, ψάχνοντας λέξεις, να πω στον Πάρη πόσο καταπληκτικά είχα νιώσει. Χαμογέλασε, δε μίλησε. Ήταν εκεί, αλλά δεν νομίζω πως ήταν ποτέ πραγματικά εκεί.