Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

You're next

Πριν λίγο παίχτηκε μια συμπαθητική σκηνή με σουρρεαλιστικό τέλος. Επιστροφή από έξοδο, μαζεύουμε τους μπόμπιρες από το σπίτι της κουνιάδας μου και μπαίνουμε στο σπίτι. Για τεχνικούς λόγους μπαίνω στο WC. Μετά από λίγο, δυνατό χτύπημα στην πόρτα: ο Μενέλαος.

«Μπαμπά! Μπαμπά! ΜΠΑΜΠΑ!»
«…Κάνω κακά, παιδί μου.»

Απομακρύνεται τρέχοντας φωνάζοντας: «Κακά! Κακά! ΚΑΚΑ! ΚΑΚΑ!»

Μετά από λίγο, ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα: ο Αλέξανδρος.

«Μπαμπά… σε δύο λεπτά βγαίνεις.»

Τελικά, δεν είναι WC. Είναι καμαρίνι.

Fearless (1993)

Χθες το βράδυ το πέτυχα στο άσχετο στην τηλεόραση. Με κέρδισε από τις πρώτες στιγμές, και κάθισα μέχρι το τέλος. Είχα πολύ καιρό να δω ταινία όπου δεν μάντευα σχετικά εύκολα πού σκοπεύει να καταλήξει ο ποιητής. Ωραία ροή στην ταινία, μαγευτικοί χαρακτήρες και ερμηνείες, μικρές σιωπές σε σημεία όπου χρειαζόταν, μουσική του Jarre μπαμπά (Θεός σ'χωρέσ'τον) αλλά να και το ξεκίνημα του “Where the streets have no name” στο εντελώς-μα-εντελώς κατάλληλο σημείο, συμβολισμοί που δεν είναι το πραγματικό επίκεντρο της ταινίας αλλά σου αφήνουν ένα γλυκό χαμόγελο…

Φτιάχτηκα, κοινώς· και παρέμεινα φτιαγμένος μέχρι το τέλος. Τι άλλο θέλει κανείς από μια ταινία;

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Οι καλοί φίλοι στις φουρτούνες φαίνονται

Λοιπόν, εγώ αύριο έχω να πάω να πάρω το επίδομα ανεργίας (αν και καλώς εχόντων των πραγμάτων, γύρω στο τέλος του χρόνου θα έχω δουλειά). Για να πάω στον ΟΑΕΔ, λέω να μη πάρω το λεωφορείο, αλλά να πάρω το καινούριο αυτοκίνητο, που θα το παραλάβω σήμερα το απόγευμα. Για να το κινήσω, όμως, θα χρειαστώ βενζίνη, και για να βάλω βενζίνη, θα χρειαστώ λεφτά. Όσοι φίλοι, λοιπόν, δανείστε μου κάνα τάλιρο-δεκάρικο-ό,τι προαιρείσθε, μην είστε τσίπηδες. Θα τα επιστρέψω. Άμα λάχει, σας κάνω και καμιά κόπια το ουζμπεκόκλειδο με την τρελά χαρούμενη μουσική που ξέρετε πως έχω ετοιμάσει.

Ο Μενέλαος από τώρα ετοιμάζεται για οδηγός πάσης φύσεως αυτοκινήτων. Προς το παρόν, περιορίζεται στην αεροδήγηση (κατά το air-guitar και αερογάμι για τους μεγαλύτερους) :



Κάποιες άλλες ώρες, προτιμάει να επαληθεύει το μύθο πως τα μικρότερα παιδιά μιμούνται τα μεγαλύτερα:



Άλλες φορές, προτιμάει να μου το παίζει μετεμψύχωση της Νάκης Αγάθου (ρε λες να ζει ακόμα;) και να με ενημερώνει για τα καθέκαστα στο χαζοκούτι:



Το καλό είναι πως, αφού για κάποιους μήνες ακόμα δεν θα εργάζομαι, θα μπορώ να πάω με τα παιδιά για διακοπές από εδώ και από εκεί, αφήνοντας την Αθανασία εδώ να αλωνίσει και να ξεσαλώσει:



Επιστρέφοντας στον Αλέξανδρο: μπορεί να μη μας αρέσουν τα ίδια πράγματα με τον Αλέξανδρο στη μουσική, αλλά φαίνεται πως τουλάχιστον έχουμε κοινά που μας απωθούν (κάτι σαν ΑΕΚτζήδες και Παναθηναϊκοί όταν παίζει ο Ολυμπιακός):



Τώρα, όσον αφορά τα γούστα μας στις γυναίκες, εγώ κι ο Αλέξανδρος δεν έχουμε τα ίδια, αλλά τουλάχιστον ξέρει τι θέλει από τώρα (πάντα σε φάση αερογάμι προς το παρόν) :



Μιλώντας για αερογάμι, και με έναυσμα μια συζήτηση με τον νονό Αργύρη, νομίζω πως οι τσόντες θα ήταν πολύ πιο geek-friendly όταν την ώρα του φορμαρίσματος μας έλεγαν και τι ακριβώς φορμάρεται (ntfs, fat, fat32, ext2/3/4? καμιά φορά μπερδεύεσαι και δεν ξέρεις ακριβώς τι γίνεται), όπως επίσης και αν έβγαινε και ένα progress bar στο κάτω μέρος της οθόνης, για να προγραμματίζουμε κι εμείς τις δουλειές μας.

Η προηγούμενη παράγραφος ήταν μια ευγενική πάσα του blog μας προς τους αναγνώστες που θέλουν να μιλήσουν για τις ζέστες αλλά δεν έβρισκαν πάτημα :)

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Μπάρτσελο

Νομίζω πως έκανα ό,τι έπρεπε να κάνει κάθε σωστός κουμπάρος. Για προφανείς λόγους, δεν θα εμβαθύνω σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, θα πω μόνο πως —*τυχώς— δεν έγινε τίποτα που να αξίζει να μας χωρίσουν οι γυναίκες μας, τρέχουσες και μέλλουσες. Το «*» στο «τυχώς» επειδή δεν μπορώ να αποφασίσω αν είναι «ευ» ή «δυσ», οπότε το αφήνω στην κρίση του καθενός.

Από την ελάχιστη, λοιπόν, εμπειρία μου, η μόνη συμβουλή που μπορώ να δώσω στους κατοπινούς επίδοξους κουμπάρους, είναι: όταν πηγαίνετε να ψωνίσετε στο σούπερ-μάρκετ, να είστε χορτάτοι.

Παύω τη μη εξιστόρηση για να ξαναπάρω το χαμένο ύφος που είχα πριν αρχίσω.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Πιοτρ Πάβελ Παολίνι (χωρίς ζου)

Μας την έπαιξε ο μικρός. Το τέλος του βιβλίου πλησίαζε αδυσώπητα (και είναι και κοντά χίλιες σελίδες στην ελληνική του έκδοση…), και είχα την απορία πότε και πώς θα κλείσουμε το θέμα. Τελικές συγκρούσεις δεν περιγράφονται σε είκοσι σελίδες, πώς να το κάνουμε; Αλλά, με μια κίνηση DNA, η τριλογία έγινε τετραλογία. Φτου. Άντε να βγει το επόμενο να τελειώνουμε και μ' αυτό το θέμα.

Για να είμαι ειλικρινής, σε κάποια σημεία άφησα νοερά χασμουρητά, αλλά σε γενικές γραμμές, καλό ήταν. Σε αρκετά σημεία θεωρώ πως αναγνώρισα ίχνη της νεαρής ηλικίας του συγγραφέα· από την άλλη, σε άλλα σημεία πέτυχα μεστούς διαλόγους. Ο ίδιος ο συγγραφέας, στις ευχαριστίες, αναφέρει και τον πατέρα του σε σχέση με τους διαλόγους, κάτι που μπορώ να πιστέψω. Τεσπά, η μικρή φυγή μου από την πραγματικότητα έλαβε τέλος.

Στα δικά μας τώρα.

Είμαι θεατής σε ένα αισθηματικό δράμα που διεξάγεται μπροστά στα μάτια μου. Ίσως έχω αναφέρει πως αστειευόμαστε με την Αθανασία όσον αφορά τον παππού Μενέλαο και τον εγγονό Αλέξανδρο: «αυτοί οι δύο τα έχουν πίσω από την πλάτη μας και δεν το ξέρουμε». Η πρώτη αγάπη είναι παντοτινή, και ο παππούς έχει πάθει ταράκουλο με το πρώτο εγγόνι. Αλλά, όπως γίνεται συνήθως, η μπαλάντζα γέρνει.

Το ένα θέμα, είναι η εκμετάλλευση: όταν ο παππούς είναι παρών, ο Αλέξανδρος γίνεται τρομερά κακομαθημένος, αγγίζοντας ίσως την υστερία μέχρι να περάσει το δικό του (ή να παρέμβω εγώ με απειλές, που ξέρει πως θα πραγματοποιήσω· ας πούμε, παιχνίδια του Αλέξανδρου έχουν παρατηρηθεί να πετούν προς πάσα δυνατή κατεύθυνση χωρίς επιστροφή).

Το άλλο θέμα, είναι τα γούστα: ο παππούς παθαίνει φαγούρα όταν κάτσει πάνω από μισάωρο μέσα στο σπίτι, αν πρόκειται για ώρα που θα μπορούσαν να είναι στο καφενείο ή στην παιδική χαρά. Γενικώς, και πριν τον Αλέξανδρο, για ανεξήγητους λόγους δεν μπορούσε να κάθεται πολύ μαζί μέσα στο σπίτι του, πόσο μάλλον τώρα που έχει και παρέα από το σπίτι. Ο Αλέξανδρος, από την άλλη, μπορεί κάλλιστα να κάτσει και να βλέπει παιδικά στην τηλεόραση, ή να παίζει με τα παιχνίδια του. Του αρέσει να βγαίνει, αλλά δεν του είναι ανάγκη.

Το δράμα είναι ο μικρός Μενέλαος, που εκτός από εμφανισιακά χαρακτηριστικά από τον παππού, έχει πάρει και το γονίδιο του «έξω από 'δώ κι όπου να 'ναι». Το παιδί έρχεται, σου φέρνει τα παπούτσια και τα ρούχα του, σου λέει «ούνκου!» δείχνοντας έξω, έξω, ΕΞΩ!, σε τραβάει μέχρι την πόρτα. Με αντιλαμβάνεστε. Τον αντιλαμβάνεστε. Ο παππούς όχι και τόσο. Τον αγαπάει, μη με παρεξηγήσετε, αλλά, για να το θέσω ωμά: ο (μικρός) Μενέλαος δεν είναι ο Αλέξανδρος.

Παίρνει τηλέφωνο ο παππούς να ρωτήσει αν «είναι έτοιμος ο Αλέξανδρος;», και αν δεν είναι, ενημερώνει πως θα περάσει σε λίγο να τον πάρει. Εγώ αρχίζω το τροπάριο: «Αλέξανδρε, έλα να σε ντύσω να βγεις βόλτα με τον παππού.» «Όχι!» λέει εκείνος, επειδή εκείνη την ώρα βλέπει π.χ. το «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος», στη φάση με τα βουνά που γίνονται ηφαίστεια ή το «Μπαμπούλας ΑΕ» για εξάκις χιλιοστή εβδομηκοστή δεύτερη φορά. Ο μικρός ακούει για βόλτα και μαζεύει συμπράγκαλα. Μέχρι να έρθει ο παππούς, ο μεγάλος δεν έχει σαλέψει. Ο μικρός παλεύει να σου δώσει να καταλάβεις πως θέλει να βγει βόλτα. Έρχεται ο παππούς: «Αλέξανδρε, ακόμα να ετοιμαστείς; Πώς θα βγούμε βόλτα, καμάρι;», ο Αλέξανδρος λέει «μετά που θα τελειώσει ο μπαμπούλας», ο παππούς: «Άμα θα περιμένουμε να τελειώσει… Θα σ'το σταματήσει ο μπαμπάς να το συνεχίσεις μετά», παίρνοντας ο ίδιος τα ρούχα του Αλέξανδρου να τον ντύσει, και κουβέντα στην κουβέντα να σηκωθούν να φύγουν, φτου ξελευτερία!, από τη σκλαβιά του σπιτιού.

Κι όλη αυτή την ώρα, ο (μικρός) Μενέλαος μόνο που δεν κρατάει ταμπέλα «ΠΑΡΕ ΕΜΕΝΑ ΠΑΠΠΟΥ!» και δεν χοροπηδάει. Βγαίνει μαζί μου, τελικά, δεν είναι ότι μένει μέσα στο σπίτι. Αλλά την εικόνα την έχετε. Ο Γιώργος που αγαπάει τη Μαίρη που γουστάρει τον Αντώνη.

Η σχετική ερώτηση της πεθεράς μου είναι σωστή (σε φάση που ο Αλέξανδρος κάνει κόνξες και ο παππούς τον απειλεί «θα σηκωθώ να φύγω»): «Γιατί δεν φεύγεις; Πάρε τον Μενέλαο, μια φορά.» Συνήθως, δεν απαντάει ο πεθερός μου, εκτός από μια φορά που είπε «Να πάρω τον Μενέλαο… Ο Μενέλαος είναι μικρός», όπου έλαβε την απάντηση «Και ο Αλέξανδρος μικρός ήταν και τον έπαιρνες». Μια φορά, που ο Αλέξανδρος παραήταν διάολος, ο πεθερός μου όντως σηκώθηκε και βγήκε βόλτα με τον Μενέλαο. Ο Αλέξανδρος έμεινε μέσα. Όταν οι συνώνυμοι παππούς και εγγονός επέστρεψαν από τη βόλτα, μαντέψτε ποιος φαινόταν να αισθάνεται τιμωρημένος. Όχι πάντως ο Αλέξανδρος…

Ιν άδερ νιουζ: αποφασίσαμε να πάρουμε Kia Ceed XL (το station-wagon) ως όχημα της οικογένειας. Ψάξαμε και άλλα, τα ζυγίσαμε, καταλήξαμε εκεί. Το ξεκινάμε. Μας λένε πως το δάνειο δεν εγκρίθηκε: εγώ είμαι άνεργος (κι ας παίζει να πάω σε τράπεζα ή στο δημόσιο, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα) έστω κι αν το περσινό μου εισόδημα υπερέβαινε την αξία του αυτοκινήτου, η Αθανασία πέρσι είχε μικρό εισόδημα (λόγω χρημάτων που έπαιρνε από το ΙΚΑ για "εξίσωση" αδείας εγκυμοσύνης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα). Λέμε, «το δάνειο θα μας το δώσει η Εμπορική. Έχουμε λογαριασμό στην Εμπορική που υπερκαλύπτει το δάνειο.» «Όχι», μας λένε, «βάλτε εγγυητή». «Να βάλουμε τον πατέρα μου ή τον πατέρα της.» «Είναι κάτω από εξήντα; Αν όχι, βρείτε άλλον.» και τα λοιπά. Να μη μακρηγορήσω, τα πήρα.

Τι κάνει, λοιπόν, ένας ώριμος οικογενειάρχης όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τέτοιες αντίξοες συνθήκες; (Εγώ ιδέα δεν έχω, ρωτάω για να μάθω.)

Αυτό που εγώ έκανα, ήταν να πάω σε ένα υποκατάστημα της Εμπορικής, να σηκώσω ό,τι λεφτά είχαμε εκεί για να τα βάλω σε άλλη τράπεζα, και να πω στον πωλητή «προχώρα το, θα το πληρώσουμε μετρητοίς». Λογικά θα το έχουμε σε δυο-τρεις εβδομάδες.

Αυτά.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Το ξουράφ' του Όκαμ

Παιδική εκπομπή στην ΕΤ1 την ώρα που ο Αλέξανδρος πίνει το γάλα του (ενσταλάζει γάλα στο στομάχι του, ορθότερα). Οι «Μικροί Άινστάιν» πρέπει να πάνε τη χαζή κάλτσα στο τσίρκο των χαζών ρούχων που είναι στο Παρίσι. Η διαδρομή τους συμπεριλαμβάνει βόλτα από το μουσείο του Λούβρου. Βλέπουμε τη Μόνα Λίζα και του εξηγώ τα καθέκαστα: πως είναι ονομαστή για το χαμόγελό της, που δεν είναι ακριβώς χαμόγελο άμα το πολυτυραννήσεις, αλλά άμα τη δεις απλά χωρίς να το πολυψάχνεις, τη βλέπεις που χαμογελάει· όμως κανείς δεν ξέρει γιατί χαμογελάει.

«Μπαμπά, μήπως έκανε κακά;»

…!

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Λίγη ευγένεια δεν βλάπτει

Πήγα σήμερα μια τσάρκα σε ΟΑΕΔ και ΙΚΑ για να ζητήσω κάτι καταστάσεις για εγγραφή του Αλέξανδρου σε παιδικό σταθμό. Στο ΙΚΑ ήμουν τυχερός, και εκεί ακριβώς που ρώτησα ήταν που θα μου έβγαζαν τις καταστάσεις ενσήμων. Η κυρία με εξυπηρέτησε τάχιστα, παίρνω τις καταστάσεις, γυρίζω και κάνω δύο βήματα ελέγχοντας. Σταματάω, επειδή δεν βλέπω ένσημα στο 2009, και έχω την εντύπωση ότι ο ΟΑΕΔ σου κολλάει ένσημα όσο είσαι στο ταμείο ανεργίας. Γυρίζω για να ρωτήσω ακριβώς αυτό: σου κολλάει ένσημα ο ΟΑΕΔ; Κάποιος κύριος είναι ήδη στο γκισέ για να εξυπηρετηθεί. Μου έριχνε μισό κεφάλι και κάτι, και πρέπει να ήταν 8-10 χρόνια μεγαλύτερός μου.

Κάνω λοιπόν την ερώτηση, και ο κύριος παρεμβαίνει:

«Δεσποινίς, το ταμείο θα κλείσει. Εξυπηρετήστε εμένα και μετά εξυπηρετείτε τον κύριο.»
Λέω εγώ, «ήμουν πριν από εσάς.»
«Τι λέτε, κύριε; Δεν ήσαστε πριν από εμένα.»
Oh-oh. Ανακρίβεια· ψέμα ή απλώς δεν ξέρει τι λέει αλλά λέει με στόμφο αυτό που κρίνει πως τον συμφέρει, για να κάνει τη δουλειά του. Είμαι αλλεργικός σε κάτι τέτοια.
«Δεν έχω τελειώσει, κύριε» του λέω. «Μόλις τελειώσω, θα εξυπηρετηθείτε εσείς.»
«Το ταμείο θα κλείσει!» μου λέει.
«Ναι, θα εξυπηρετηθείτε αμέσως μετά από εμένα.»
«Μα δεν ήσαστε εδώ!» λέει.
«Αυτά», του λέω δείχνοντας τις άρτι εκτυπωμένες καταστάσεις, «τα πήρα μόλις τώρα από την κυρία.»
«Εξυπηρετηθήκατε, τελειώσατε, τώρα ήρθε η σειρά μου», μου λέει, ορθά αυτή τη φορά, μόνο που ήδη είχε πει την παπαριά.
«Λυπάμαι, αλλά δεν τελείωσα» του λέω.
Εκεί ξεκίνησε ένα staring contest από τον κύριο. Μάλιστα, ανασήκωσε λίγο και το πηγούνι για να τονίσει τη διαφορά ύψους μας. Φαντάζομαι το έκανε με το σκεπτικό πως θα υποχωρήσω, αλλά εγώ κάτι τέτοια πολύ τα γουστάρω, και μάλιστα είναι από τις παύσεις που σου δίνουν την ευκαιρία να ανασυνταχθείς. Ήμουν στη φάση να διαλέξω τι θα πω: «Μήπως να φωνάξετε τον μπαμπά σας να με κάνει "ντα", καλύτερα;» ή να πω τον «μεγαλύτερο αδελφό σας», αλλά εκείνος γυρνάει προς την υπάλληλο και λέει:
«Δεσποινίς, αν όταν πάω έχει κλείσει το ταμείο…»
«Θα βρει το μπελά της η γυναίκα», συμπληρώνω εγώ.
«…θα βρείτε εσείς το μπελά σας!» ολοκληρώνει.
Καγχάζω και του λέω «Είστε αστείος. Καλή επιτυχία στο υπόλοιπο της ζωής σας» και φεύγω για να μη μπλέξει η υπάλληλος επειδή το κακομαθημένο ανθρωπάκι θα διάλεγε εκείνη ως ευκολότερο στόχο.

Πιθανώς να είχα άδικο, αφού όντως είχα απομακρυνθεί δύο βήματα, και αν μου έλεγε αυτό απευθείας, θα περίμενα. Αλλά ο συνδυασμός αυτών που είπε και το ύφος του με έκαναν να αντιδράσω. Υπολείπομαι πολύ της αγιοσύνης.

Τεσπά, ας αλλάξω λίγο το ύφος. Προχθές που ήμαστε επίσκεψη στη μάνα μου, η Αθανασία λόγω ζέστης φόρεσε μαγιό και πήγαινε να κάνει ντους σε ντουζιέρα που έχουμε στην αυλή. Ο Αλέξανδρος πετάχτηκε: «Πω-πω, τι ωραίο κορμί!» Γέλασε πολύ η Αθανασία, και φυσικά ανέφερε την ατάκα του γιου μας σε αρκετό άλλο κόσμο. Εγώ, από μεριάς μου, εκπλήττομαι για την δική της έκπληξη: νόμιζα ότι η γυναίκα μου διάβαζε το blog μου… ή μπορεί να το διαβάζει και να μη πιστεύει όσα λέω. Δεν ξέρω, το τι λέμε (ή γράφουμε), τι εννοούμε και το πόσο θέλουν να το πιστέψουν οι υπόλοιποι, ήταν θέμα πρόσφατης συζήτησης και με το φίλο Νίκο.

Λοιπόν, είναι και τρία ανέκδοτα περιστατικά που θέλω να τα εκδώσω ηλεκτρονικά γιατί μου αρέσουν τόσο πολύ και τα έχω αφηγηθεί τόσες φορές σε άλλο κόσμο, που νομίζω αξίζουν δημοσίας κοινοποίησης και απαθανάτισης για πάντα (για όσο υπάρχει το blogger.com, δηλαδή). Και τα τρία αφορούν τον διευθυντή που είχαμε στην εταιρία Silicon Technologies, που είχε το χάρισμα να λέει θεϊκές ατάκες. Ο εν λόγω διευθυντής, λοιπόν, με το κωδικό όνομα «Κώστας» (κάποιοι ξέρετε πολύ καλά ποιον λέω), είχε τα εξής ίδια χαρακτηριστικά: ήταν γαύρος βαμμένος (του στυλ, όταν ερχόταν επίσκεψη κάποιος άλλος ανθυποδιευθυντής του ομίλου που ήταν βάζελος και πέταγε μπηχτές για τον Ολυμπιακό, ο Κώστας τού έλεγε: «καλά, πιες έναν καφέ πρώτα και έρχομαι να σε χλευάσω μετά»), και ήταν παλαιοροκάς («η μουσική σταμάτησε το 78»).

Το πρώτο περιστατικό, λοιπόν, έχει να κάνει ακριβώς με την "παλαιοροκότητα". Τα γραφεία της εταιρίας μας ήταν επάνω σε μεγάλη λεωφόρο της Αθήνας, και δίπλα σε μεγάλο σούπερ-μάρκετ, κάτι που μας ήταν χρήσιμο για τα οικιακά ψώνια.

Μια μέρα, λοιπόν, που πεταγόμουν εγώ στο σούπερ μάρκετ για να ψωνίσω, ο Κώστας επέστρεφε με τα δικά του ψώνια. Δεν τον είχα δει από το πρωί, οπότε του είπα είδηση που είχα ακούσει από το ραδιόφωνο:
«Άκουσα πως οι Iron Maiden έβγαλαν νέο δίσκο¹, και λέει πως θυμίζει πολύ Iron Maiden μέχρι το '85…» και κάνω παύση, επειδή με κοιτάει με ελαφρά θυμηδία, οπότε συμπληρώνω: «…αλλά βέβαια, πού το '85 και πού το '78 όπου σταμάτησε η μουσική…»
Μου απαντάει: «Εντάξει, έβγαλαν δίσκο οι Iron Maiden… για αερόμπικ, καλός θα είναι.»

Το άλλο περιστατικό: είχαμε έναν πωλητή (κωδικό όνομα: «Αντώνης») που ήταν λίγο… πώς να το πω… περίεργος. Με πολλές έννοιες. Λίγο κράτος εν κράτει, λίγο αυθαίρετος αν πίστευε ότι μπορεί να γίνει μια πώληση ασχέτως συνεπειών στην υπόλοιπη εταιρία, λίγο μίζερος, λίγο υπερόπτης. Τέλος πάντων, είχε κάνει μια φορά κάτι το οποίο προκάλεσε πρόβλημα στο τμήμα τιμολογήσεων (κωδικό όνομα: «Ειρήνη» :). Το τμήμα τιμολογήσεων έκρινε απαραίτητο να πάει και να ξεχέσει τον Αντώνη για τη βλακεία που έκανε. Κάποια στιγμή, ο Κώστας που ενημερώθηκε για αυτό που έγινε, έκρινε πως έπρεπε να βγει από το γραφείο για να επιληφθεί και προσωπικά του θέματος, αλλά το τμήμα τιμολογήσεων δεν είχε τελειώσει. Ο Κώστας ξαναμπαίνει στο γραφείο του. Ξαναβγαίνει, αλλά βλέπει ότι ακόμα θα πρέπει να περιμένει. Ξαναμπαίνει. Μετά από λίγο, τρίτη μη προσοδοφόρα έξοδος και επιστροφή στο γραφείο του. Τελικά, χτυπάει το τηλέφωνο της γραμματείας πωλήσεων (κωδικό όνομα: «Αθανασία»). Της λέει ο Κώστας: «Όταν τελειώσει η Ειρήνη με τον Αντώνη… πες σε ένα από τα κομμάτια του να περάσει κι από το γραφείο μου.»

Τέλος, κάποια Χριστούγεννα, είπαμε να πάμε ως εταιρία να φάμε κάπου έξω. Μια κοπέλα στις πωλήσεις (κωδικό όνομα: «Έλενα») κανόνισε τον τόπο. Ήταν το μαγαζί “Cuba in Asia”, κοντά στο Caravel, με κινέζικο φαγητό και κουβανέζικη μουσική (ωκαίει).

Προφανώς πήγαμε πεινασμένοι (τζάμπα φαγητό, τι λέμε τώρα), και ενθουσιασμένοι είδαμε τις πιατελάρες να έρχονται. Ο ενθουσιασμός μας καταλάγιασε αρκετά γρήγορα, αφού —για παράδειγμα— η πιατελάρα της σαλάτας είχε μερικά φύλλα από κάτι πράσινο, μια λωρίδα αγγούρι, μια λωρίδα καρότο και τα λοιπά. Το πιάνετε το νόημα.

Τέλος πάντων, παραγγέλνουμε, κι έρχονται τα πιάτα μας. Την ώρα που χειριζόμασταν τα μαχαιροπήρουνα, που ήταν δυσανάλογα μεγάλα για τις ποσότητες φαγητού (δεύτερο hint, μάλλον περιττό: τα μαχαιροπήρουνα ήταν κανονικού μεγέθους), ο σεφ κάνει το λάθος να πάει δίπλα στον Κώστα:
«Πώς πάμε; Όλα καλά;»
«Μια χαρά, μια χαρά.»
«Το κοτόπουλο; Πώς το βρήκατε;»
Και ο Κώστας, κάνοντας μια κίνηση με το μαχαίρι σπρώχνοντας το φαγητό δεξιά-αριστερά στο πιάτο: «Εντελώς τυχαία.»

¹ ήταν όταν βγήκε το Out of the Silent Planet