Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα quotations. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα quotations. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Στο ατάκα-τάκα

Έχω πολύ καιρό να γράψω εδώ, στην ήσυχη γωνιά μου, χωρίς έξωθεν (εκατέρωθεν…) παρενοχλήσεις. Οπότε θα αποτυπώσω για ακόμα μία φορά τα φραστικά πάρε-δώσε με τα τέκνα, ελπίζοντας πως θα διατηρηθούν αρκετά χρόνια ώστε να έχουν να διαβάζουν, κι ας μη βάζω πολλές εικονίτσες!

Ήμαστε μαζί στο σπίτι, μετά το τέλος του σχολείου και πριν το παρκάρισμα σε παππουδογιαγιάδες. Σε εμάς, αυτό σημαίνει πως θα αργήσουμε να κοιμηθούμε όσο μπορούμε.

Τεσπά, έχουν πάει με τα χίλια ζόρια να ξαπλώσουν, και εκκρεμεί να πάω να κάτσω λίγο μαζί τους. Στη φάση που είμαι για μέσα, ακούω τυπικό αδερφικό σαματά. (Α, ναι, ξεχνάω κάτι που δεν ξέρω αν το έχω καταστήσει σαφές: είμαι φανατικός οπαδός της ειλικρίνειας, και από εμένα προς εκείνους, και από εκείνους προς εμένα, υποστηρίζοντας μάλιστα πως όλα θα τα βρούμε, αρκεί να μη λέμε ψέματα μεταξύ μας. Το έχουν εμπεδώσει στην πράξη πολλάκις.)

Πάω, λοιπόν, μέσα, και ξεκινάει το κλασικό θέμα:
–Τι έγινε;
–Ο Αλέξανδρος μου είπε πως είμαι βλάκας!
–Δεν σε είπα βλάκα, είπα—
–Με είπες!
–Δεν σε είπα!
(REPEAT UNTIL thermal_death_of_universe).
Οπότε είπα να παρέμβω. Γυρνάω προς τον Μενέλαο:
–Μενέλαε, παιδί μου, είναι απλό. Είσαι βλάκας;
–Όχι!
–Ε, τότε μη δίνεις σημασία σε ό,τι κι αν σου πει ο Αλέξανδρος.

Κάθομαι λίγο στον έναν (Αλέξανδρο), μετά στον άλλον (Μενέλαο), μετά είναι ώρα να φύγω. Τότε είναι η στιγμή που παραδοσιακά θυμούνται πως κάτι έχουν ξεχάσει, οτιδήποτε για να σηκωθούν για μια τελευταία βόλτα. Λέει ο Μενέλαος:
–Ξέχασα το νερό μου! Θα διψάσω!
–Ε, άμα είναι να διψάσεις, πήγαινε πάρε το.
Στη διαδικασία των κινήσεων για να σηκωθεί, πιάνει κάτι.
–Ωχ. Εδώ το έχω. Νόμιζα πως είναι μέσα. (με απογοήτευση που δεν έπιασε το κόλπο)
Τον κοιτάω στο μισοσκόταδο σοβαρά και του λέω:
–Μενέλαε, σου έκανα μια ερώτηση πριν… και νομίζω πως μου είπες ψέματα.

Γελούσαμε και οι τρεις μαζί. Λάτρεψα τη στιγμή.

Την επόμενη ημέρα, τους πήγαινα για τη μάνα μου, οπότε τους είπα πως περιέγραψα το χθεσινοβραδινό στον νονό Αργύρη για να γελάσει εκείνος. Επαναλαμβάνω όλη τη στιχομυθία, γιατί τους αρέσει να ακούν έξωθεν τα κατορθώματά τους. (Θα πρέπει να γυρνάω ταινία τη ζωή τους με voice-over, όπως μου ζητούν να κάνω καμιά φορά όταν μάχονται ή παίζουν μπάλα). Αφού ξαναγελάμε, λέει ο Αλέξανδρος:
–Βγήκε αληθινή η προφητεία!
–Ποια προφητεία, παιδάκι μου;
–Ότι είναι βλάκας ο Μενέλαος.
–Γιατί προφητεία;!
–Αφού από πριν το είπα!

Προχθές πήγαμε από τη μάνα μου, όπου τους έχουμε παρκάρει, για να περάσουμε μεγάλο μέρος του ΣΚ παρέα. Ήταν οι μέρες που αποφασίσαμε οικογενειακώς να επενδύσουμε στην εκμάθηση χαρτοπαιγνίων, και δη αγωνίας ή δηλωτής. Ο Μενέλαος (αναμενόμενα) φαίνεται να είναι μεγάλο χαρτόμουτρο, και θα ψάξω να βρω πώς ακριβώς θα προωθήσω το ταλέντο του παιδιού.

Κατόπιν προτίμησης του Αλέξανδρου, κάποια στιγμή βρεθήκαμε μοιρασμένοι σε ζεύγη: ο Μενέλαος με την Αθανασία, και εγώ με τον Αλέξανδρο. Παίζαμε, λοιπόν, αγωνία, και κάποια στιγμή μου λέει ο Αλέξανδρος:
–Μου αρέσει πολύ να παίζω χαρτιά μαζί σου!
–Χαίρομαι, αγάπη μου.
Σιωπή ελάχιστων δευτερολέπτων, και μου λέει:
–Εσύ δεν έχεις κανένα κομπλιμέντο να μου πεις;

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Πρόσφατες ατάκες

Σημερινές, actually

Γυρίσαμε από σχολείο. Τους φτιάχνω μεζεκλίκι (ψωμί με ροκφόρ και μαργαρίνη και ξερό σκόρδο, έχουμε εξεζητημένα γούστα), βάζω φασολάκια να φάω.

Ο Αλέξανδρος έρχεται να μου πει: «Αν με είδες να κοιτάζω την ταμπλέτα πριν κάνω τα μαθήματα, να ξέρεις ότι μπήκα να δω μόνο μια στιγμή αν χρειάζεται τίποτα η φάρμα και να γυρίσω τον τροχό.»
Τον αγκαλιάζω και του απαντώ «Μα με έχεις κάνει να σε εμπιστεύομαι ότι θα κάνεις αυτό που πρέπει χωρίς να ξεχαστείς, και χαίρομαι για αυτό. Εν αντιθέσει με τον Μενέλαο…» και γυρνάω να κοιτάξω τον Μενέλαο, που κοιτάζει το ταβάνι, σηκώνει τα χέρια ψηλά, φωνάζει: «Εξωγήινοι! Εξωγήινοι!» και το βάζει στα πόδια.

Κάθομαι να φάω, και κάθεται και ο Μενέλαος δίπλα για να κάνει τη φωτοτυπία του. Ο Αλέξανδρος κάθεται στο σαλόνι. Έρχεται μια στιγμή να ξύσει το μολύβι του με την ξύστρα του Μενέλαου και λέει: «Αυτό δεν είναι ξύστρα, είναι ένας δαίμονας που καταστρέφει τα μολύβια.» Πάει πάλι μέσα. Ο Μενέλαος του φωνάζει: «Μα ξύστρα είναι!» Του λέω «Αστείο έκανε ο Αλέξανδρος, βρε.» Έρχεται πάλι ο Αλέξανδρος και λέει σοβαρά: «Δεν είναι καθόλου αστείο. Το εννοώ.» και μου δείχνει το κακοξυσμένο μολύβι.

Κάνει μαθηματικές πράξεις ο Μενέλαος δίπλα, με την περιστασιακή βοήθεια από εμένα, συνήθως δια της Σωκρατικής και ένα σωρό παραπλήσια παραδείγματα που ή θα βοηθήσουν το παιδί ή θα το καταρρακώσουν εντελώς διανοητικά, αλλά τι να κάνουμε, εγώ τους έτυχα. Γράφει μόνος του το «34» δίπλα στο 32+2 και μου λέει: «Κόντεψα να βάλω τόνο, γιατί μέσα στο μυαλό μου σκεφτόμουν: "Τριάντα τέεεεεεεσσερα"!»

(Αυτά για την ώρα, πάω να συνεχίσω τα φασολάκια. Αναρωτιέμαι: αν έτρωγα μακαρόνια με κιμά, με την ίδια προθυμία θα σηκωνόμουν για να αποτυπώσω στην ιστορία τον συγκλονιστικό τρόπο σκέψης των μικρών μου; Άσκηση για τον μαθητή.)

Είναι πια απόγευμα, και έχουμε μαζευτεί όλοι στο σπίτι. Η Αθανασία ετοιμάζει μπιφτέκια με πατάτες για αύριο και ο Μενέλαος πάει και της λέει: «Μαμά, διψάω, θέλω νερό.» Του απαντάει η μάνα του: «Δεν μπορώ τώρα, πλάθω μπιφτέκια.»
Ρωτάει, λοιπόν, εύλογα ο Μενέλαος: «Και είναι πιο σημαντικά τα μπιφτέκια από εμένα που διψάω;»
«Ναι, αυτή τη στιγμή είναι.» του λέει η μάνα του.
«Μπορείς να αντέξεις δύο λεπτά μέχρι να πιεις νερό.» παρεμβαίνω κι εγώ.
«Όχι, κοίτα!» λέει ο Μενέλαος όρθιος δίπλα στην καρέκλα του και λιποθυμάει, ευτυχώς χωρίς να πέσει με πολλή φόρα ο κορμός του πάνω στην καρέκλα, λες και το έκανε επίτηδες. Τυχερό αυτό το παιδί.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

ΚαλΟμελέτα κι έρχεται

Χθες, ελλείψει άλλου φαγητού, έλαβα εντολή από την Αντμιράλαινα άμα τη επιστροφή μου στο σπίτι να φτιάξω ομελέτα για τα παιδιά για το σχολείο για σήμερα. Φτάνω στο σπίτι και γίνεται κουβέντα ολόκληρη: ο Αλέξανδρος γουστάρει τρελά ομελέτα «σπέσιαλ» όπως την κάνω, ο Μενέλαος λέει πως δεν του αρέσει καθόλου, αλλά καταλήγουμε πως συμβιβάζεται άμα δεν του έχω βάλει τυριά και πατάτες μέσα, οπότε η ομελέτα έγινε δύο ομελέτες με διαφορετικά συστατικά. Η γκρίνια φυσικά συνέχισε και αρχίσαμε τα παζάρια για την ελάχιστη απαιτούμενη ποσότητα φαγητού που θα φαγωθεί, οπότε κάποια στιγμή κάνω το (προσωρινό, ευτυχώς) λάθος να πω στον Μενέλαο: «Φάε όσο θες.»

Με εντυπωσιακή επίδειξη διαύγειας, προβλεπτικής ικανότητας και σωστής χρήσης των χρόνων, ο Μενέλαος μου λέει: «Μπαμπά, όταν αύριο το μεσημέρι θα έχεις ξεχάσει ότι μου είπες να φάω όσο θέλω, εγώ θα σου θυμίσω ότι μου είχες πει να φάω όσο θέλω.»

Φυσικά, ως ακριβολόγος κι εγώ, συνειδητοποιώ πως έκανα μέγα σφάλμα, οπότε επιτόπου ανακαλώ: «Εντάξει, λοιπόν, το αλλάζω: φάε τουλάχιστον ένα κομμάτι.»

Σήμερα το μεσημέρι, με το που με βλέπει από μακριά ο Μενέλαος να πλησιάζω την πόρτα του σχολείου, φωνάζει: «Μπαμπά! Έφαγα τουλάχιστον ένα κομμάτι!» Όταν πλησίασα και τον ρώτησα: «Δηλαδή, έφαγες ένα κομμάτι μόνο;», συγκατένευσε.

Καλομελέτα κι έρχεται, λοιπόν. Η εφηβεία.

Επίσης, ο Μενέλαος με ψάρωσε πάρα πολύ καλά: τυπικά, ως αφηρημένος, στην κοσμάρα του και αλλού γι' αλλού, σχεδόν ποτέ δεν έχει διαβάσει στο διάστημα του ολοήμερου που κάθονται μέχρι τις 15:30. Μου είπε, λοιπόν, πριν το σπίτι: «Έχω μόνο μια φωτοτυπία να κάνω.» Φτάνουμε σπίτι και, αφού διεκπεραιώνουμε κάποιες άλλες διαδικασίες πρώτα, έρχεται με την φωτοτυπία από την τσάντα και μου ανακοινώνει: «Έπεσες στην παγίδα μου!» και μου δείχνει την φωτοτυπία συμπληρωμένη. Πραγματικά έπεσα στην παγίδα του :)

Και ένα παλαιότερο, σχετικό με Power Rangers. Δεν είναι μόνο ο Μενέλαος που έχει τη δόση του, αν και παραμένει ο μόνος που, μόλις βάλει PR, τρέχει να φορέσει μαύρα γυαλιά πριν αρχίσει να αντιγράφει τις κινήσεις από την τηλεόραση. Μια δόση μικρή έχει και ο Αλέξανδρος, αλλά την κρύβει καλύτερα. Και εξηγώ!

Κάθε βράδυ είμαι διαθέσιμος για να διαβάσουμε ό,τι βιβλίο θέλουμε αφού ξαπλώσουμε, με τον μοναδικό όρο: στις εννέα η ώρα σταματάω το διάβασμα. Συνεπώς, είναι στο χέρι τους αν και πότε θα ξαπλώσουν για να διαβάσουμε. Τυπικά, βέβαια, μόνο τα βράδια πριν από σχολείο καταλήγουμε να διαβάσουμε, αφού τα άλλα βράδια μένουν παραπάνω ώρα ξύπνιοι. (Πρόσφατα τελειώσαμε τον Χάρη Πώττα τον πρώτο, και συνεχίζουμε με τον δεύτερο, αλλά μακρηγορώ.)

Ένα βράδυ δούλευα στον υπολογιστή και με φωνάζουν για διάβασμα. Βγαίνω, εξοπλίζομαι με το βιβλίο, τον φακό για αυτή τη δουλειά (κοιμούνται με ένα πολύ μικρό φωτάκι νυχτός, που δεν αρκεί για διάβασμα) και κάθομαι στο κρεβάτι του Αλέξανδρου να περιμένω, χωρίς να ανάψω φως. Τα παιδιά όμως έχουν ξεχαστεί στο σαλόνι για λίγη ώρα. Κάποια στιγμή, έρχεται στο δωμάτιο ο Αλέξανδρος, χωρίς να ξέρει πως είμαι εκεί, και υπό το φως της πολύ μικρής λάμπας νυκτός αρχίζει να κάνει κινήσεις Power Rangers μόνος του.

Ελάχιστα δευτερόλεπτα περνούν, και νιώθει μια παρουσία μέσα στο δωμάτιο. Γυρίζει, με βλέπει, τινάζεται κοψοχολιασμένος, μου λέει: «Εδώ είσαι; Δεν σε είδα.» και αμέσως μετά προσθέτει «Με είδες που μπήκα στο δωμάτιο κι έκανα βλακείες, ε;»

Γέλασα προφανώς, τον αγκάλιασα και του είπα: «Δεν πειράζει, αγάπη μου, όλοι τα έχουμε κάνει αυτά.»

Και αυτό μου θύμισε μια άλλη μέρα που τους πήρα από το σχολείο: ο Μενέλαος φόραγε μπουφάν, ο Αλέξανδρος όχι, κι ούτε καν το κουβάλαγε στα χέρια. Τον ρωτάω: «το μπουφάν σου πού είναι;» Με καθησυχάζει: «Το έχω στην τσάντα. Το φοράω το πρωί που με βλέπει η μαμά, και μετά το βγάζω και το βάζω στην τσάντα.» Του λέω: «Αν όμως κρυώνεις, το φοράς;» «Ναι, βέβαια!» λέει, και προσθέτει: «Πειράζει;»

«Όχι, αγάπη μου, τι να πειράζει; Μην ανησυχείς, τα περισσότερα αγόρια αυτό κάναμε: φοράγαμε πολλά ρούχα όταν κρύωναν οι μαμάδες μας και τα βγάζαμε όταν δεν μας έβλεπαν.»

Με ξαφνικό ενδιαφέρον, με ρωτάει: «Δηλαδή, κι εσύ το ίδιο έκανες στη γιαγιά την Αλεξάνδρα;»

«Ναι, αγάπη μου, κι εγώ το ίδιο έκανα.»

Πιάνει το πολιτικάντικο ύφος του, ανοίγει διάπλατα τα χέρια του και αναφωνεί: «Μα πόσο πολύ ταιριάζουμε;!»

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Summer 13 status report A

Αρκετές νύχτες στις διακοπές, πριν τον ύπνο, είχαμε να δούμε Καραγκιόζη. Πρόχειρος μπερντές ένα λεπτό τραπεζομάντηλο, στο παράθυρο μεταξύ δύο δωματίων (περίεργο ακούγεται, αλλά τα δωμάτια δεν δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα.) Γενικώς παίχτηκαν αρκετές καλές ατάκες (εννοείται πως λόγω συγγενείας ανεχτήκαμε πολλές μιμήσεις πορδών, όπως και τα περιστασιακά οργανωτικά διαλείμματα όπου ο ένας καραγκιοζοπαίχτης καθοδηγεί τον άλλον, ή τσακώνονται για το ποιο έργο θα παίξει, μέχρι να το ανακοινώσει ο Μενέλαος με ένα «αγαπητέ μου κοινό…»), αλλά τώρα θα σας περιγράψω δύο σκηνές (ουσιαστικά μία, αλλά διακεκομμένη) που νομίζω αξίζουν να μείνουν στην ιστορία του κινηματογράφου, εκεί δίπλα στα “Top Secret!” και “Naked Gun”.

Σκηνή: ο Αλέξανδρος ελέγχει τον Καραγκιόζη, ο Μενέλαος τον άλλο Καραγκιόζη, αλλά για να προσπεράσουμε το παράδοξο, λέμε πως είναι ο Σταύρακας ο αδελφός του Καραγκιόζη.

Τσακώνεται ο Καραγκιόζης με το Σταύρακα, οπότε ο Καραγκιόζης καρφώνει σιγά-σιγά στο έδαφος τον Σταύρακα κοπανώντας τον, και ο Σταύρακας θάβεται πλήρως. Ακούγεται επική μουσική, κάτι μεταξύ μουσικής επένδυσης Καραγκιόζη και ταινίας με υπερήρωες:
Νταν-ντα ντα ντα νταν-ντα ντα ντα ντα ντα νταν-ντα ντα ντα νταν (μόνο τρεις νότες όμως)

Το χέρι του Σταύρακα/Καραγκιόζη ξεπροβάλλει αργά από το έδαφος, ο οποίος δεν σταματάει όταν εμφανιστεί ολόκληρος, αλλά συνεχίζει την αργή, ανοδική του πορεία μέχρι να εξαφανιστεί στον ουρανό. Η μουσική σταματάει.

Ο Καραγκιόζης συνεχίζει με ένα μονόλογο, και συντόμως, εντελώς ανύποπτα, ακούγεται πάλι η επική μουσική.

Το χέρι του Καραγκιόζη/Σταύρακα εμφανίζεται στον ουρανό από δεξιά, και με την ίδια αργή πορεία ο Σταύρακας πετάει πάνω από τον Καραγκιόζη μέχρι να εξαφανιστεί αριστερά. Η μουσική σταματάει πάλι. Ξεχνάμε τον Σταύρακα τώρα. Εξαφανίζεται για τα καλά.

Έρχεται ο Μπάρμπα-Γιώργος (δια χειρός Μενέλαου πάλι). Διάλογος με τον Καραγκιόζη, που αναπόφευκτα οδηγεί και πάλι σε τσακωμό, οπότε και πάλι ο Καραγκιόζης καρφώνει στο έδαφος και τον μπάρμπα-Γιώργο, ο οποίος επίσης θάβεται τελείως. Ξανά η επική μουσική, κι ο μπάρμπα-Γιώργος αρχίζει να ανεβαίνει σιγά-σιγά. Ανεβαίνει, ανεβαίνει, και όταν εμφανιστεί ολόκληρος, διαπιστώνουμε πως στέκεται πάνω στους ώμους του Σταύρακα, και συνεχίζουν αμφότεροι την ανοδική πορεία μέχρι να εξαφανιστούν στον ουρανό.

Η μουσική σταματάει πάλι. Τέλος ιστορικής σκηνής.

Σε κατοπινή αναπαράσταση, ο Κολλητήρης σταμάτησε την ανοδική πορεία και άρχισε την αργή πτώση σκυμμένος, ενώ ακούγεται το επεξηγηματικό «αλεξίπτωτο κώλου!» Πιο μετά, σε αντίστοιχη φάση, ακούστηκε και το «αλεξίπτωτο νύφης!».

Εύφημο μνεία αξίζουν και τα ειδικά εφέ: π.χ. όταν κάποια στιγμή ο Καραγκιόζης ρώτησε τον Κολλητήρη αν του άρεσε το φαγητό (παπούτσια με τηγανιτά φλούδια πατάτας), ο Κολλητήρης απάντησε με ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο, ενώ η σκιά του καραγκιοζοπαικτικού ελεύθερου χεριού έκανε το ωστικό κύμα.

Δείγμα διαλόγου:
Α: Είμαι άνεργος εννέα χρόνια. Όταν δούλευα, ξύριζα μουστάκια. Φέρε μου τον αδερφό μου.
Μ: Κάτσε να σου φέρω τον συνάδελφό σου!
Α: Τον αδερφό μου, ρε, όχι τον συνάδελφό μου!
(φωνή από κοινό): Συνάδελφος είναι κι αυτός, ήταν οικογενειακή η επιχείρηση.

Κι άλλο δείγμα διαλόγου:
Ο Καραγκιόζης νύφη εκ δεξιών (Αλέξανδρος), ο μπάρμπα-Γιώργος (Μενέλαος) εξ αριστερών. Ο μπάρμπας φέρνει την νύφη οδηγώντας πολύ γρήγορα. Σταματούν.
Α (νύφη αλλά με κανονική φωνή): Έτρεχες τόσο γρήγορα, που με έπιασε διάρροια και θέλω να χέ-
Μ (ως σκηνοθέτης): Μίλα κοριτσίστικα!
Α (με κοριτσίστικη φωνή): Τα 'φτυσα!

Στην παρέα εγώ με Αθανασία, Γιάννη (νονός Αλέξανδρου, δυστυχώς δεν μπόρεσαν να κάτσουν πολλές ημέρες), Κατερίνα (σύζυξ Ιωάννου), παππού Μενέλαο (γνωστός και ως πεθερός). Δεν θυμάμαι πώς, ίσως λόγω τάσεων της μικρής Χρυσάνθης (του Γιάννη και της Κατερίνας) έχει έρθει η κουβέντα στη Νάντια Κομανέτσι. Μνημονεύουμε το τέλειο δεκάρι της στους Ολυμπιακούς της Μόσχας, πόσο καλή ήταν, πόσο γυναικάρα όπως εξελίχτηκε, έναν πολύ καλό γάμο που έκανε κτλ.

Γιάννης: «Γενικώς, ήταν πολύ καλή και στις ασκήσεις εδάφους, και στη δοκό, παντού. Και, όπως αποδείχτηκε πιο μετά, και στο κρεβάτι.»
Πεθερός: «Α, στην φαρδιά δοκό!»

Κάθομαι στο πεζούλι μεταξύ δρόμου και παραλίας παρέα με τον Αλέξανδρο και το νονό του το Γιάννη. Κάποια στιγμή μου λέει ο Αλέξανδρος: «Μπαμπά, να σου πω τι έχω καταλάβει;»
«Πες μου.»
«Όποτε ερχόμαστε στην παραλία, η μαμά τσακώνεται.»
Τον κοιτώ περιμένοντας τη συνέχεια.
«Τσακώνεται μαζί μου! Συνέχεια τσακωνόμαστε!»
Συνεχίζω να τον κοιτώ, οπότε εξηγεί:
«Φίλε, την έχω περάσει την εφηβεία, είμαι σίγουρος. Από τα επτά πήγα κατευθείαν στα δεκαοκτώ.»

Πιο μετά, κάθομαι στην ψάθα. Η Αθανασία μου φωνάζει μέσα από το νερό: «Χρήστοοοο! Τι ώρα είναι;»

Βγάζω το κινητό από τη μπανάνα να δω την ώρα. Κοιτάζω με στοργή το υπερδεκαετές 5100, που με είχε υπηρετήσει πιστά τόσα χρόνια πριν παροπλιστεί, και που ακμαίο επανήλθε στην ενεργό δράση πέρσι μετά το κυματικό πλήγμα που έχω περιγράψει σε προηγούμενο τεύχος. Η μνήμη μου γεμίζει θύμησες, πόσα έχουμε περάσει μαζί, πόσες φορές το έχω ρίξει επίτηδες λέγοντας ένα δήθεν ανέμελο «α! μου έπεσε!», το κινητό που ήταν ο ακόλουθός μου σε τουλάχιστον δύο σχέσεις μου, και απαντώ στην Αθανασία: «Ώρα να πάρω smartphone!»

Στην αβέβαιη έκφραση της Αθανασίας, απαντώ δια νεύματος πως είναι μία η ώρα.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες, όμως, και βάσει της χρονικής διάρκειας των διακοπών των παιδιών, εξασφαλίσαμε μία μέρα αντρίκιων διακοπών: αύριο Δευτέρα θα καθίσουμε όλη μέρα και θα ματώσουμε από το ξύσιμο στο σπίτι. Η αλλόφυλη μαμά, βέβαια, μας κοίταζε σαν εξωγήινους ή διανοητικά καθυστερημένους, και μας απείλησε ότι θα πάει μόνη της στη θάλασσα (μετάφραση στα Αντρικά: μας υποσχέθηκε να μας αφήσει ήσυχους :) ).

Λίγο πριν ποστάρω, ο Αλέξανδρος δίπλα μου ρωτάει τι κάνω. Του εξηγώ ότι ετοιμάζομαι να αναρτήσω στο διαδίκτυο τις ατάκες του. Κοιτάει και σχολιάζει: «Πω πω, πόσα έχεις γράψει… Διάσημος!»

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Ευπειθώς αναφέρω

Έχουμε παρκάρει τα παιδιά στη Λευκάδα από το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, παρέα με τα πεθερικά μου.

Πριν λίγο χτύπησε το τηλέφωνό μου (ευτυχώς όχι σοβαρά, δεν το βαριέμαι ποτέ αυτό το αστείο, thank you, I'll be here all week) αλλά δεν το πρόλαβα. Το είδα και ήταν κλήση από την πεθερά μου. Κάλεσα πίσω και αμέσως απαντάει ο Αλέξανδρος.

—Μπαμπά!
—Παιδί μου!
—Εγώ σε κάλεσα! Σε βρήκα από τις επαφές και σε πήρα!
—Μπράβο, αγάπη μου!
—Μπαμπά;…
—Ναι, παιδί μου!
—Το τηλέφωνο του παππού το έχεις;
—Το έχω το τηλέφωνο του παππού.
—Θέλω να τον πάρεις και να του πεις πως ο Αλέξανδρος, εγώ δηλαδή, του θυμίζει ότι σήμερα υποσχέθηκε να μη πάει στο καφενείο, αλλά άμα πήγε, να κάτσει λίγο με τον φίλο του τον δάσκαλο και μετά να έρθει επάνω [στο σπίτι].
—Εντάξει, παιδί μου.
—Άντε γεια.

Η γραμμή κλείνει, και εκτελώ πειθήνια τις εντολές του τζούνιορ του πρεσβύτερου.

Προχθές είχε πάλι χτυπήσει το τηλέφωνό μου και ήταν ο πεθερός μου. Μου μίλησε ο Μενέλαος:

—Μπαμπά;
—Παιδί μου!
—Μπαμπά;
—Παιδί μου! [έτσι είναι το πρωτόκολλο μεταξύ μας, double handshake, για λόγους που ίσως μπορείτε να φανταστείτε)
—Μπαμπά, να σου πω κάτι;
—Να μου πεις, αγάπη μου.
—Μπαμπά… [και ψιθυριστά:] είσαι σκατόφατσα.
—Κι εσύ είσαι βρωμιάρης!

(«Βρωμιάρης» και «Σκατόφατσα» είναι τα callsigns που έχουμε στα κράνη μας όταν πετάμε και πολεμάμε.)

Είχαμε βγει πριν κάνα μήνα για καφέ με μια παρέα που γνωριζόμαστε online και έχουμε ένα κοινό χόμπι. Είχε έρθει και η Αθανασία με τα παιδιά, παρέα με το Γιάννη, νονό του Αλέξανδρου (ο Αλέξανδρος έχει αποφασίσει το «νονέ» να το συντομεύει σε «νον»), την σύζυγό του Κατερίνα και τη μικρή τους Χρυσάνθη. Οι τελευταίοι αποφάσισαν να κάτσουν πιο μακριά και να αφήσουν εμάς τους χομπίστες να πούμε τα δικά μας (βασικά θα βαριούνταν αφόρητα την κουβέντα μας). (Παρεμπιπτόντως, από εκείνη την έξοδο περνάω ένα προσωπικό δράμα λόγω ανελέητου δουλέματος από τη γυναίκα μου, αλλά δεν μπορώ να επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Ίσως κάποτε στο μέλλον, όταν τα τραύματα θα έχουν επουλωθεί αρκετά :) )

Δυο μέρες πιο μετά, επρόκειτο να βγω για καφέ να γνωρίσω δύο ακόμα εκλεκτούς συνεργάτες που δεν είχα γνωρίσει ως τότε. Η Αθανασία προλογίζει στα παιδιά:

—Ο μπαμπάς θα βγει πάλι αύριο για καφέ… με γυναίκα.

Ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να μην αντιδράσει:

—Ε, και τι έγινε; Ο μπαμπάς βγαίνει για καφέ με πολλές γυναίκες! Κάθε μία του δίνει πέντε ευρώ για να πληρώσει τον καφέ, και στο τέλος θα μαζέψουμε χίλια ευρώ και θα γίνουμε πλούσιοι!

Τα νοήματα σε αυτή την πρόταση είναι τόσο συμπυκνωμένα και περιπλεγμένα, που αφήνω εσάς να βγάλετε συμπεράσματα μόνοι σας. Δεν μπορώ όμως να μη τονίσω πόσο ενθουσιασμένος είμαι που ο Αλέξανδρος συνδυάζει αβίαστα άφεση, πρακτικότητα και αισιοδοξία. Αφού θα του τάξω ότι εκείνος θα οδηγήσει πρώτος το αυτοκίνητο.

Ο Μενέλαος ένα βράδυ ξαπλωμένος, κι εγώ δίπλα του. Ορέγομαι να δαγκώσω τη γάμπα του και του λέω:

—Θα σε φάω!
—Ναι, αλλά αν με φας, μετά δεν θα έχεις παιδί.
—Μπα, θα έχω τον Αλέξανδρο.
—Δεν είναι το ίδιο.

Ο Μενέλαος παρεμπιπτόντως συνεχίζει να πατάει αδυσώπητα τα κουμπιά της μάνας του (και οποιουδήποτε άλλου εύκαιρου) με μεθόδους τύπου «κλαψούρισμα», «βούρκωμα» κτλ. Μπορεί να μη καταφέρνει πάντα αυτό που θέλει, όμως θα ασκήσει το μερίδιο εξουσίας του. Μη ξεγελιέστε, όμως, από τον τρόπο που μιλάμε ο ένας στον άλλον. Έχει εμπεδώσει ότι ο καλύτερος τρόπος να καταφέρει κάτι μαζί μου, είναι η ευθύτητα, στο βαθμό που μπορεί να την εκφράσει.

Πήγαμε, λοιπόν, το Σ/Κ στη Λευκάδα, και φτάσαμε νωρίς. Προλαβαίναμε να κάνουμε ένα πρωινό μπάνιο. Αφού βουτήξαμε, λοιπόν, καθόμαστε στο πεζούλι ανάμεσα στην παραλία και στο δρόμο, εκεί που παλιά παίζαμε παιχνίδι ποιος θα βρει τις περισσότερες μάρκες αυτοκινήτων. Σταματάει ένα αυτοκίνητο και μας δίνουν κάτι φυλλάδια-προσκλήσεις για παράσταση Καραγκιόζη. Κάτι δεύτερα ξαδέρφια των παιδιών (από εξαδέλφη της Αθανασίας) φτιάχνουν πρόχειρες σαΐτες με τις προσκλήσεις. Ο Μενέλαος μου ζητάει να του φτιάξω κι εκείνου μία, το οποίο και γίνεται.

Προσπαθεί να πετάξει μακριά τη σαΐτα, αλλά δεν τα καταφέρνει. Έρχεται σ' εμένα (τις προηγούμενες ημέρες ήταν παρκαρισμένος στη μάνα μου, πήγαμε τους πήραμε Παρασκευή και Σάββατο πρωί πήγαμε Λευκάδα, οπότε είχε ξεσυνηθίσει λίγο το mode «πώς να τα καταφέρω με τον μπαμπά») και μου λέει σχεδόν κλαψουριστά: «Μπαμπά, γιατί δεν πάει μακριά;»

Τον κοιτάω μια στιγμή, αλλά χαλάλι. «Επειδή την πετάς κόντρα στον άνεμο. Για πέτα την από εκεί!» του λέω, και την πετάω από εκεί. Φτάνει μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο, οπότε στα μάτια του Μενέλαου είναι πια χαμένη υπόθεση. Κανονικό κλαψούρισμα τώρα:

—Γιατί την πέταξες; Κι εγώ… [και τώρα τον κοιτάω κανονικά και με κοιτάει κι εκείνος και θυμάται σε ποιον μιλάει] …κι εγώ που έκανα τόσο κόπο για να σου πω να μου τη φτιάξεις;

Είναι δύσκολη η ζωή και απαιτεί από τα παιδιά πολύ περισσότερη ευελιξία την σήμερον από ό,τι παλαιότερα.

Είχα και κάτι άλλα να πω, αλλά τα έχω ξεχάσει σε όλο αυτό το μεσοδιάστημα της βλογικής απραγίας. Αν μου έρθουν, θα επανέλθω. Τσίριο!

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Θάλασσα πικροθάλασσα

Φέτος στις διακοπές ήταν πολύ πιο χαλαρά τα πράγματα. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει αρκετά και έτσι μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν σε μίνι-εκδρομές σε Πόρτο Κατσίκι (Πρώτο Κατσίκι σύμφωνα με τα παιδιά) και Μεγανήσι χωρίς προβλήματα. Ας χαρούμε το χρονικό παράθυρο όπου, όχι απλώς χαίρονται που περνάνε χρόνο μαζί μας, αλλά γκρινιάζουν και ασκούν βέτο όποτε διεκδικούμε λίγο χρόνο μακριά τους. Σε καμιά δεκαριά χρόνια θα μας βαριούνται.

Ο Αλέξανδρος ζορίζεται λίγο με τα (τριτόκλιτα; δεν θυμάμαι, μπορεί να λέω κοτσάνα τώρα) «διαφανής-διαφανές», «άμμος/έρημος-άμμο/έρημο», οπότε όταν κάνει λάθος, συνήθως επαναλαμβάνω σωστά την πρόταση σε στιλ ότι δεν είμαι σίγουρος τι άκουσα και επαληθεύω. Μια μέρα στην παραλία, όμως, την ώρα που με ένα φίλο έπαιζα σκοποβολή με μπαλάκια στη θάλασσα (ο ένας πετάει ένα μπαλάκι του τένις και ο άλλος προσπαθεί να το πετύχει με άλλο μπαλάκι στον αέρα), με προσεγγίζει ο Αλέξανδρος να παίξουμε φρίσμπι. Του εξηγώ πως είμαι στη μέση από παιχνίδι, οπότε θυμώνει που δεν παίζω μαζί του και μου γυρνά την πλάτη πηγαίνοντας προς έξω, στην ακρογιαλιά. Φωνάζει τον αδερφό του:

«Έλα, Μενέλαε! Δες τι είναι εδώ: κινούμενη άμμο!»
Τον διορθώνω ευθέως: «Κινούμενη άμμος!»
Μου φωνάζει πάνω από τον ώμο του: «Δεν με ενδιαφέρει!»

Τη μια από τις ημέρες που πήγαμε για μπάνιο χωρίς εκείνους, καταλήξαμε στα Πευκούλια παρέα με ένα άλλο ζευγάρι που ήμαστε παρέα. Φυσικά, το σημείο που διάλεξα για να στήσουμε την ομπρέλα δεν ήταν αρκετά κοντά στη θάλασσα, και πήγαμε πολύ πιο κοντά, αγνοώντας ενδείξεις τύπου ξεραμένα φύκια 20 μέτρα στην άμμο μακριά από το νερό. Εξίσου φυσικά, όταν ήρθε ένα κύμα που μας έσκισε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, το δικό μου κινητό ήταν εκείνο που υπέστη τη βαρύτερη ζημιά. Μετά από εντατική παραμονή σε ρύζι, κατάφερα να κάνω μια ευχητήρια κλήση (Δεκαπενταύγουστος γαρ) πριν αποφασίσει το κινητό ότι δεν μπορεί να δουλέψει με τη μπαταρία και θα λειτουργεί μόνο όσο είναι στο ρεύμα (και πάλι θεωρεί πως έχει συνδεδεμένα ταυτόχρονα όλα τα αξεσουάρ όπως ακουστικά και USB καλώδιο). Θα διασώσω όλα τα αρχεία ήχου και εικόνας που θέλω να κρατήσω, αλλά μέχρι να κάτσω να το κάνω, αποφάσισα να γυρίσω σε παραδοσιακές αξίες, και ξετρύπωσα το πανάρχαιο, παροπλισμένο πλην λειτουργικότατο Nokia 5100 (αφού επιστρέψαμε στην Αθήνα αφήνοντας τα παιδιά στη Λευκάδα για δύο εβδομάδες ακόμα).

Τα παιδιά είχαν εξαφανίσει το πληκτρολόγιο, το εξωτερικό πλαστικό κέλυφος είχε διαλυθεί, οπότε παράγγειλα κέλυφος και πληκτρολόγιο από κάποιο μαγαζί. Πάω, το παίρνω, και με το που το βάζω και δοκιμάζω να το ξαναβγάλω, σπάνε λόγω παλαιότητας του πλαστικού οι δύο εσοχές που έχει στο πλάι, όπου πιέζεις για να ανοίξει. Μου έδωσαν το τηλέφωνο του service, αλλά δεν μπήκα στον κόπο. Θα ψάξω να βρω κάποιο κατάστημα όπου θα μπορώ να το δω πριν το αγοράσω. Θέλει και μπαταρία, στα δύο 24ωρα αδειάζει.

Τέλος πάντων, μια από αυτές τις ημέρες δεν πρόλαβα μια εισερχόμενη. Βλέπω ποιος με κάλεσε, τον παίρνω, και μετά χάζεψα και τις άλλες αναπάντητες. «Μπα», λέω, «με πήρε κι η κουμπάρα μου. Πότε πήρε και δεν την άκουσα;» Αφού βλέπω τα στοιχεία της κλήσης, αποφασίζω να την πάρω τηλέφωνο.

«Γεια σου καλή κι αγαπημένη μου κουμπάρα!»
«Γεια σου κι εσένα, χρυσό μου!»
«Είδα ότι μου είχες κάνει μια κλήση, τι με ήθελες;»
«Πότε σου έκανα κλήση;»
«Δεκαπέντε Οκτωβρίου του δύο χιλιάδες επτά.»

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

nystaxisnet

Για άλλη μια φορά έχω πρόβλημα σύνδεσης με το TaxisNet, όπου έχω πρωτοανοίξει κωδικό από το 2000. Πέρυσι είχε χρειαστεί να κάνω επανεγγραφή και να πάρω κλειδάριθμο. Έχω πρόβλημα να συνδεθώ και φέτος. Αφού δοκιμάζω διάφορα και δεν βλέπω φως, λέω να κάνω χρήση της επικοινωνίας «Ερωτήματα προς ΓΓΠΣ». Σας παραθέτω το κείμενο:

ΑΦΜ: τάδε
Ονοματεπώνυμο: τάδε
Email: τάδε
Κατηγορία: Διαχείριση κωδικών εισόδου
Σύντομη περιγραφή: Δεν μπορώ να μπω με τα παλιά μου username & password

Δοκίμασα να συνδεθώ με τα username & password που είχα (καταγραμμένα σε ασφαλές μέρος) και λαμβάνω απάντηση:

> Error: Authentication failed. Please try again

Δοκιμάζω να κάνω «Ενεργοποίηση λογαριασμού», όπου συμπληρώνω και πάλι username & κωδικό, ΑΦΜ και τον κλειδάριθμο που έχω πάρει από πέρυσι, και λαμβάνω ως απάντηση:

> Δεν βρέθηκε αίτηση εγγραφής με τα στοιχεία που εισάγατε

Καλώς, ας πούμε ότι δεν θυμάμαι το password σωστά.

Πηγαίνω στο «Ξέχασα τον κωδικό μου» όπου εισάγω Username, τον κλειδάριθμο και βάζω νέο κωδικό (και στα δύο πεδία κάνω paste τον ίδιο κωδικό). Λαμβάνω ως απάντηση:

> Λανθασμένα στοιχεία. Ελέγξτε εαν έχετε συμπληρώσει σωστά το username και τον κλειδάριθμό σας.

Έστω λοιπόν ότι ένα από τα δύο δεν το θυμάμαι σωστά. Τι πρέπει να κάνω;

Το username που θυμάμαι πως έχω είναι το blablabla . Αν θυμάμαι καλά, αυτό το username μού είχε δοθεί αυτόματα όταν πρωτοείχα κάνει εγγραφή στο Taxisnet το 2000.

Συμπληρώνω τους χαρακτήρες που διακρίνω στην παρακάτω εικόνα, και πατάω «Υποβολή ερωτήματος».
Η απάντηση που παίρνω είναι:

Είσαστε ήδη εγγεγραμμένος χρήστης στο TAXISNET. Για να υποβάλετε ερώτημα συνδεθείτε στο λογαριασμό σας.

Γελάσαμε. Έκανα αίτηση επανεγγραφής με τον ίδιο κωδικό (όπως και πέρυσι), οπότε θα πάω αύριο από τη ΔΟΥ για να πάρω (νέο; τον ίδιο;) κλειδάριθμο.

Προχθές είχα αφήσει μια παλιά φωτογραφία μου που βρήκα πρόσφατα, όπου ήμουν μωρό μπρούμυτα στο κρεβάτι των γονιών μου. Βλέπει ο πατέρας μου τυχαία την φωτογραφία και με αναγνωρίζει. Την δείχνει πρώτα στον Αλέξανδρο:
«Ξέρεις ποιος είναι εδώ;»
«Εγώ», απαντάει ο Αλέξανδρος.
«Όχι», λέει ο πατέρας μου και κάνει την ίδια ερώτηση στον Μενέλαο.
«Εγώ», απαντάει κι εκείνος.
«Όχι, είναι ο μπαμπάς σας.»

Σχόλιο του Αλέξανδρου: «Ωραίο κωλαράκι είχε ο μπαμπάς!» (!!!!)

Και παλαιότερη ατάκα (πριν ένα μήνα και κάτι) του Μενέλαου, αλλά ποτέ δεν είχα κάτσει να την καταγράψω ως τώρα:

(Στοιχεία σεναρίου: ο νονός Αργύρης εδώ και πολλά χρόνια υπάγεται στους ανθρώπους που κουρεύουν γουλί το κεφάλι τους. Επίσης, εδώ και πολλούς μήνες υπάγεται στους ανθρώπους που δεν περνούν επίσκεψη από το σπίτι μας. Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος, απλώς δεν έτυχε.)

Η Αθανασία κάποια στιγμή θυμάται πως ο Αργύρης (νονός του Μενέλαου) έχει καιρό να περάσει από το σπίτι. Αποφασίζει να πετάξει τη μπηχτή της:
«Εσύ, Μενέλαε, θυμάσαι πώς μοιάζει ο νονός Αργύρης;»
Θεϊκή απάντηση του Μενέλαου: «Ναι… είχε μαλλιά…»

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Plan B from TV space

Τα παιδιά μαθαίνουν ατάκες από τον περίγυρο και από τα λοιπά ερεθίσματα (βλ.λ. τηλεόραση, ραδιόφωνο κτλ). Τον τελευταίο καιρό, ο Αλέξανδρος το παρακάνει: πετάει συχνά φράσεις που έχει ακούσει σε Ben 10, Χελωνονιντζάκια και άλλα συναφή, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε παράταιρα. Προσπαθώ να του επιστήσω την προσοχή όποτε δεν ταιριάζει, και να του πω ένα «μπράβο» όταν ταιριάζει, αλλά γενικώς του λέω να μη το παρακάνει.

Κάποιες φορές, όμως, το ταίριασμα είναι καλό.

Σκηνή: ο Αλέξανδρος μόλις έχει κάνει κακά, και τον έχω στον νεροχύτη για να τον πλύνω. Αφού τον πλύνω, θεωρώντας ότι κρατιέται καλά από εμένα, γέρνω λίγο δεξιά για να πιάσω την πετσέτα που είναι πάνω στο πλυντήριο. Δυστυχώς, όμως, δεν κρατιόταν όσο καλά νόμιζα και τον νιώθω να μου φεύγει (μπροστά για 'μένα, πίσω για εκείνον) και να πάει να πέσει μέσα στον (αρκετά ευμεγέθη) νεροχύτη. Βρίσκομαι λοιπόν στη φάση (που σου φαίνεται ότι κρατάει πολύ εκείνη τη στιγμή, αλλά τελικά είναι μερικά δευτερόλεπτα) να προσπαθώ να καταπολεμήσω τη ρημάδα την αδράνεια (προφανώς και τη βαρύτητα) ώστε να μη πέσω, να κρατήσω από αριστερά τον Αλέξανδρο για να μη πέσει ούτε εκείνος και να βρω στήριγμα από δεξιά. Δεν ξέρω αν το περιγράφω σωστά, αλλά προσπαθήστε να οπτικοποιήσετε τη σκηνή.

Εκείνη τη στιγμή που έχω καταφέρει να ισορροπήσω («δεν θα πέσω, δεν θα πέσει, αλλά δεν έχω πιάσει ακόμα την πετσέτα»), ο Αλέξανδρος κρίνει πως πρέπει να πει το εξής:

«Μάλλον πρέπει να βρούμε κάποιο εναλλακτικό σχέδιο.»

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

fortunes.doc

Με αφορμή μια παλιά συλλογή ευφυολογημάτων (περιλαμβάνει κυρίως ευφυολογήματα από ένα πρόγραμμα ονόματι fortune όπως fortune coookie) που κάποιος γνωστός-άγνωστος μού ζήτησε, την οποία εντόπισα τυπωμένη ενώ σε ηλεκτρονική μορφή είναι σχεδόν απροσπέλαστη (it's a long story), είπα να μεταφράσω εδώ τα σχετικά με παιδιά (όταν τα πρωτοδιάβασα, παρασάγγας απείχα από το να είμαι γονέας. Τώρα τα βλέπω από την «άλλη μεριά»!):


- Ένα μωρό είναι ένα διατροφικό κανάλι με δυνατή φωνή στη μία άκρη και πλήρη ανευθυνότητα στην άλλη άκρη.

- Αγόρι: ένας θόρυβος με βρωμιά επάνω του.

- Πάρε εκδίκηση! Ζήσε αρκετά ώστε να είσαι εσύ πρόβλημα για τα παιδιά σου!

- Η παράνοια είναι κληρονομική. Την παθαίνεις από τα παιδιά σου.

- Ένα άθραυστο παιχνίδι είναι χρήσιμο για να σπάει άλλα παιχνίδια.

- «Κάτι τέτοιες ώρες, όταν είμαι παγιδευμένος σε μια αερόθυρα Βογκονικού διαστημόπλοιου παρέα με κάποιον από τον Μπετελγκέζ και πρόκειται να πεθάνω από ασφυξία στο κενό του διαστήματος, εύχομαι να άκουγα αυτά που μου έλεγε η μάνα μου όταν ήμουν μικρός.»
«Γιατί, τι σου έλεγε;»
«Πού θες να ξέρω; Αφού δεν άκουγα!»
(Ντάγκλας Άνταμς, από το «Γυρίστε το Γαλαξία με οτοστόπ»)

- Νιάτα είναι η περίοδος που κατηγορείς τους γονείς σου για τα πάντα, ενώ ωριμότητα είναι η περίοδος όπου μαθαίνεις πως για όλα φταίει η νέα γενιά.


Από την άλλη μεριά:

- Σύζυγος: το πρόσωπο που σου συμπαραστέκεται στα προβλήματα που δεν θα είχες αν είχες μείνει ανύπαντρος.

- Καθηγητής: αυτός που μιλάει στον ύπνο των άλλων.

- Ενήλικος: κάποιος αρκετά μεγάλος για να ξέρει καλύτερα.

- Η ευτυχία δεν είναι κάτι που βιώνεις, είναι κάτι που θυμάσαι.

- Παρατήρησες ποτέ πως, όσοι λένε «Άλλη η ώρα της δουλειάς και άλλη η ώρα του παιχνιδιού», ποτέ δεν βρίσκουν ώρα για παιχνίδι;

- Όσο πιο πολύ γερνάει κανείς, τόσο πιο πολύ περπάτημα έριχνε μικρός για να πάει σχολείο.

- Ποιο το νόημα να μεγαλώνεις αν δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι παιδιάστικα πότε-πότε; (Doctor Who)

- Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να έχεις ευτυχισμένο γάμο. Μόλις τον εντοπίσω, θα ξαναπαντρευτώ. (Κλιντ Ίστγουντ)


Και, τέλος, χρήσιμα τώρα για τις γιορτές:

- ΔΩΡΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Εύκολο. Δεν χρειάζεται να σκεφτείς για να βρεις τι να τους πάρεις, επειδή θα σου πουν ακριβώς τι θέλουν. Μήνες ολόκληρους μελετούν το θέμα παρακολουθώντας τις διαφημίσεις του Σαββατιάτικου πρωινού. Φρόντισε να τους πάρεις ακριβώς αυτό που θέλουν, ακόμα κι αν δεν εγκρίνεις τις επιλογές τους. Αν το παιδί σου θέλει τον «Δολοφονικό Μπομπ», την κούκλα «με πρόσωπο που μπορείς να ξεσκίσεις με τα χέρια σου», καλύτερα να του τον πάρεις. Μπορεί να ανησυχείς πως τέτοια δώρα ενθαρρύνουν αντικοινωνικές συμπεριφορές, αλλά, πίστεψέ με, δεν έχεις ιδέα τι πάει να πει αντικοινωνική συμπεριφορά μέχρι να δεις ένα παιδί που είναι πεπεισμένο πως δεν πήρε το σωστό δώρο. (Ντέιβ Μπάρι: «Οδηγός επιβίωσης για τις Χριστουγεννιάτικες αγορές»)

- Ποτέ μην τρως περισσότερο από όσο μπορείς να κουβαλήσεις (Μις Πίγκυ)

- Η αρχή της αβεβαιότητας του Χάινεκεν: ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πόσες μπίρες ήπιες χθες βράδυ.

- Δεν είμαι υπό την οινόρεια του επηπνεύματος όπως πιστοί μερικεύουν πως είμαι. Φταίει που, όσο μεθότερο κάθομαι εδώ, τόσο πιο πολύ περισσάω.

- Μεθυσμένος είσαι όταν νιώθεις σοφιστικέ αλλά δεν μπορείς να το προφέρεις.

- Δεν είσαι μεθυσμένος αν μπορείς να κείτεσαι στο πάτωμα χωρίς να κρατιέσαι από κάπου. (Ντιν Μάρτιν)

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Not so *complex* after all

Διότι σόι πάει το βασίλειο. Ο 5½ ετών Αλέξανδρος δεν αρέσκεται καθόλου να χάνει. Αρχίζει με τα «Μπαμπά, έκλεψες!» και αν στην πορεία τού εξηγήσει οποιοσδήποτε ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο, περνάει διάφορα άλλα στάδια μέχρι το τελικό και ειλικρινές «Μπαμπά, αν δεν με αφήσεις να κερδίσω, δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει!»

Συν τοις άλλοις, κάναμε την οικογενειακή αμαρτία και πήραμε Wii. Ο 4χρονος Μενέλαος, όταν διαπιστώνει ότι δεν είναι ακόμα καλός, τα παρατάει και πάει να κάνει κάτι άλλο (στην εξαιρετική περίπτωση που νικάει, φωνάζει περιχαρής «Ναι! Νίκησα!», αλλιώς περιορίζεται στην κλασική στάση τύπου γαύροι-βάζελοι και χαίρεται όταν χάνει ο Αλέξανδρος). Η Αθανασία μεγαλοστόμως κάνει δηλώσεις τύπου «θα σε κάνω, θα σε δείξω, είμαι η καλύτερη κτλ», ενώ εγώ το παίζω σιωπηλή δύναμη (το γνωστό: δεν μπορώ να μιλάω και να ρουφάω ταυτόχρονα την κοιλιά μου.)


Παίζαμε, λοιπόν, η Αθανασία, ο Αλέξανδρος κι εγώ Wii Party (πολύ-πολύ ωραίο για παρέα, ένα σωρό μικρά παιχνιδάκια για μικρούς και μεγάλους), και για κάποιο ανεξήγητο λόγο έτυχε να χάσω σε ένα από αυτά.

Αθανασία: «Να, Αλέξανδρε, είδες; Έχασε ο μπαμπάς.»
Αλέξανδρος: «Τα καλύτερα νέα που έχω ακούσει ποτέ μου.»

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Should have known better

Ανάρτηση με ατάκες του μικρού Μενέλαου (τέλη Οκτώβρη κλείνει τα 4).

Παραμονή Δεκαπενταύγουστου, είμαστε διακοπές· επιστρέφοντας από έξοδο, ο Αλέξανδρος θέλει κακά· βάρδια είναι η Αθανασία να κάτσει μαζί του. Κάθεται και ο Μενέλαος για την παρέα. Εγώ είμαι απέξω και τους ακούω.

Ο Αλέξανδρος εξασκεί τις τεχνικές γλειψίματος που με στοργή προσπαθώ να του διδάξω από μικρός:

«Μαμά, είσαι πανέμορφη! Και ο μπαμπάς είναι… όχι, όχι: μαμά, είσαι ομορφοκόριτσο και ο μπαμπάς είναι ομορφόπαιδο!»
Παρεμβαίνει ο Μενέλαος: «Όχι, η μαμά είναι η πεντάμορφη και ο μπαμπάθ είναι το τέραθ.» Παύση. «Ακούθ, μπαμπά;»

Όχι μόνο ακούω, αλλά τα καταγράφω κιόλας. Τθογλάνι.



Φέτος, ο Μενέλαος αρχικά δεν ήθελε να μπαίνει καθόλου στη θάλασσα. Του πήρε αρκετές μέρες μέχρι να το ξεπεράσει.

Ένα βράδι, στη φάση όπου ακόμα δεν το είχε ξεπεράσει, τους έχω βάλει για ύπνο. Ο Αλέξανδρος έχει κοιμηθεί και με το Μενέλαο συζητάμε περί ανέμων και υδάτων. Κάποια στιγμή που επικεντρώθηκα στα ύδατα, και συγκεκριμένα τον ρώτησα «Θα μπεις καθόλου στη θάλασσα μέχρι να γυρίσουμε στην Αθήνα;», ο Μενέλαος αποφάσισε πως η συζήτηση έλαβε τέλος σε εκείνο ακριβώς το σημείο. Μου λέει:

«Πήγαινε κάτθε με τον Αλέκθανδρο.»
«Γιατί, τελειώσαμε την κουβέντα μας;»
«Εντάκθει… όλα τα 'παμε.»



Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, η οδήγηση γίνεται και πιο ξεκούραστη. Εξηγώ:

Είμαστε σε φανάρι· ανάβει πράσινο και ο μπροστά-μπροστά κοιμάται. Εκφέρω ένα σιγανό: «Άντε, ξύπνα.»

Παρεμβαίνει ο Μενέλαος ακριβώς από πίσω μου.

«Άντε ρε φίλε!»
«Πες τα, αγόρι μου.»
«Τα λέω, μπαμπά! Άντε ρε φίλε με το Τογιότα! Δεν μου αρέθει καθόλου το Τογιότα θου! Μόνο του παππού Μενέλαου μου αρέθει! Εγώ όταν μπαίνω θτο Αβένθιθ οδηγάω καλύτερα από 'θένα!»

Δεν ξέρω πού να ορκιστώ ότι: 1) τα ως άνω καταγράφηκαν όπως ειπώθηκαν, παρότι δεν τα ηχογράφησα 2) to the best of my knowledge, εγώ δεν έχω πει τέτοια πράγματα!

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Wow

Ακολουθεί περιγραφή τηλεφωνικής συζήτησης μεταξύ εμού και του φίλου Αργύρη, λίγο πριν κλείσουμε:

Μου λέει: «Θέλω και τη συμβουλή σου σε κάτι.»
Του λέω: «Ουάου.»
Μου λέει: «Οκέι.»

Μετάφραση (οι σκέψεις πίσω από αυτά που ειπώθηκαν):

«Έχω κάτι φυλλάδια delivery μπροστά μου. Θέλω να παραγγείλω κάτι να φάω. Από πού;»
«Eντυπωσιάστηκα που θέλεις συμβουλή και το εκφράζω με μια λέξη που πολύ σπάνια λέω.»
«Δεν είχες ιδέα τι θα σε ρώταγα, αλλά αφού έχω σχετικό φυλλάδιο, εγώ θα παραγγείλω από το «Ουάου» που κάνει και πολύ ωραία χοιρινά μπριζολάκια.»

Γελάγαμε σα χαζά κάνα λεπτό μετά.



Θεϊκή («από μικρό κι από τρελό») ατάκα του Αλέξανδρου στη φάση λογοδιάρροιας πριν τον ύπνο:

«Όταν φοβόμαστε, η ψυχή μας μικραίνει.»



Πριν τρεις εβδομάδες περίπου, τα παιδιά θυμήθηκαν ότι τον Απρίλη είχαμε πάει καλεσμένοι στα McDonald's για τα γενέθλια συμμαθητή του Αλέξανδρου, και είχε έναν ωραίο παιδότοπο όπου δεν έπαιξαν γιατί εκείνη την ημέρα έβρεχε. Μήπως μπορούσαμε να πάμε σήμερα; Παίρνω τηλέφωνο την Αθανασία να συνεννοηθώ, και δεν είχε αντίρρηση να πάμε¹.

Όταν κλείνω το τηλέφωνο, με ρωτάει ο Αλέξανδρος:
«Τι είπε η μαμά;»
Πριν προλάβω να απαντήσω, συμπληρώνει: «Καλά, άσε τη μαμά να λέει ό,τι θέλει, εμείς θα πάμε. Εμείς αποφασίζουμε!»

Η επιλογή των λέξεων με υποψίασε.
«Αυτό που είπες τώρα, Αλέξανδρε, το έχεις ακούσει από αλλού;»
«Ποιο;»
«Αυτό το "άσε τη μαμά να λέει", σ'το έχει πει κανείς;»
«Α, ναι, ο παππούς. Όταν η μαμά θυμώνει μαζί μου και μου λέει να μη βγω βόλτα με τον παππού, ο παππούς μού λέει: "Άσε τη μαμά να λέει ό,τι θέλει, εμείς θα βγούμε βόλτα."²»

Παππούδες και γιαγιάδες, να προσέχετε άλλη φορά τα μυστικά που νομίζετε ότι λέτε στους συν-συνωμότες σας ;)


¹ «Δεν ξέρω, κάνε ό,τι θες.» :)

² Παράδειγμα διαλόγου (του παραλόγου):
Μαμά (από μέσα): «Αλέξανδρε, για τιμωρία δεν θα βγεις βόλτα.»
Παππούς (από δίπλα): «Αλέξανδρε, θα φέρεις τις κάλτσες για να φύγουμε;»
Μπαμπάς (επίσης από δίπλα): «Αλέξανδρε, άκουσες τι είπε η μαμά.»
Παππούς: «Θα τις φέρεις ή να πάρω το Μενέλαο;»
Αλέξανδρος (μουτρωμένος με τη μαμά και το μπαμπά): «Να πάρεις το Μενέλαο.»
Παππούς: «Έλα, φέρε τις κάλτσες σου.»

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Extremely low temperatures in Hell

Ωραίες οι ατάκες των μικρών μας, όλων ημών που καμαρώνουμε τις ευρηματικές τους απαντήσεις, αλλά εγώ έχω σημερινή μονολεκτική ατάκα που δεν παίζεται και πραγματικά δεν υπάρχει. My kidz pwn yourz, simply. Sorry guys.

Κυριακή είναι τα γενέθλια του Αλέξανδρου και σήμερα το μεσημέρι κουβάλησα τα δύο μικρά (μαζί και τον παππού Μενέλαο, που προσπαθούσε να ξεπεράσει το σοκ όταν άκουσε για πρώτη φορά τον Αλέξανδρο να λέει ότι βαριέται να κάτσει λίγο με τον παππού το μεσημέρι) στα Jumbo.

Μπουκάραμε, λοιπόν, και αρχίσαμε να τριγυρνάμε κάνοντας διαλογή παιχνιδιών (μέχρι δύο ο καθένας): θέλω αυτό, θέλω εκείνο, θέλω και το άλλο, καλά ας αφήσουμε αυτό κλπ.

Όταν είχαμε καταλήξει, υπό την πίεση του Αλέξανδρου («Άντε, μπαμπά, πάμε να πληρώσουμε; Τι θα γίνει; Βρήκαμε αυτά που θέλαμε.») κινούμαστε προς τα ταμεία, και περνάμε δίπλα από τραπέζι όπου είχε κάτι κάρτες με μαγνητάκια και μπαλίτσες μπάκουγκαν και παπάρια μάντολες. Κάθονται λίγο να χαζέψουν και να παίξουν, οπότε έρχεται ο νεαρός υπάλληλος που προωθεί το συγκεκριμένο παιχνίδι να ρωτήσει:

«Θέλετε, παιδάκια, να σας κάνω από ένα δώρο;»

Και οι δύο μαζί με μια φωνή:

«Όχι.»

Ο υπάλληλος με κοίταξε εμβρόντητος και μου είπε: «Πρώτη φορά λέω σε παιδιά για δώρο και μου λένε όχι!», αλλά κι εγώ δεν ήμουν σε καλύτερη κατάσταση, μη νομίζετε. Δεν βρήκα τίποτα να του πω για να τον παρηγορήσω.

Τελικά, με τη συνδρομή μπαμπά, παππού και υπαλλήλου πείστηκαν να πάρουν ο καθένας από ένα μπαλάκι και μια μαγνητική κάρτα δώρο, αλλά νομίζω πως ο υπάλληλος δεν θα νιώσει ποτέ ξανά τη σιγουριά που ένιωθε μέχρι σήμερα το μεσημέρι. Τον δικό μου κλονισμό νομίζω θα χρειαστώ χρόνια ψυχοθεραπείας για να τον ξεπεράσω.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Afro-american peanuts

(Βασικά, αγγούρια καλυβιώτικα ήθελα να είναι ο τίτλος της ανάρτησης, αλλά αφού δεν έβρισκα κάτι εξυπνοφανές στα αγγλικά, είπα να βάλω πολιτικώς ορθά «φυστίκια αράπικα». Το χρησιμοποίησα κάπου αλλού πρόσφατα, όπου αστειευόμενος κάποιος κατηγόρησε για ρατσισμό εμένα και την εκεί υπόλοιπη διαχειριστική ομάδα.)

Είναι οριστικό. Ο Αλέξανδρος έχει καταλήξει σε αναμενόμενα συμπεράσματα. Σήμερα το απόγευμα είχε ξυπνήσει με λίγο γκρίνια, και παίχτηκε στιχομυθία ολόκληρη με τη μάνα του για να πάει να φορέσει τις κάλτσες του (που ήταν ακόμη στο δωμάτιο των παιδιών). Ο παππούς Μενέλαος, πάντα εκτελώντας το θεάρεστο έργο του παππού¹, πήγε ο ίδιος να του τις φέρει. Εγώ, ως γνήσια μετεμψύχωση του Αρτέμη Μάτσα, έδωσα στεγνά τον παππού στην κόρη του και πήγα πίσω τις κάλτσες. Τελικά τις έφερε ο Αλέξανδρος, αλλά προφανώς με πολλή δυσφορία.

Του λέω: «Θα τις φορέσεις μόνος σου ή θα σε βοηθήσει κάποιος άλλος;»
«Θα με βοηθήσει κάποιος άλλος.»
«Ποιος θα σε βοηθήσει;»
«Έλα, μπαμπά, αφού ξέρεις ποιος με αγαπάει περισσότερο απ' όλους.»
«Μπα; Ποιος σε αγαπάει περισσότερο απ' όλους;»
«Αφού ξέρεις.»
«Δεν ξέρω.»
«Ξέεερειειεις…»
«Η μαμά;»
«Όχι.»
«Εγώ;»
«Όχι.»
«Ο Μενέλαος;» (ο αδερφός του δηλαδή)
«Όχι.»
«Ποιος, ο παππούς Μενέλαος;»
Δεν απαντάει, παρά κάνει κινήσεις με χέρια, κεφάλι και ώμους που σημαίνουν «Το παίζεις χαζός τόση ώρα και δεν καταλαβαίνεις το προφανές;»

Τι να κάνεις; Εν τω μεταξύ, όποτε είναι ο παππούς στο σπίτι και μιλάω εγώ ή η Αθανασία στον Αλέξανδρο, ο παππούς εκτελεί χρέη μεταφραστή ή διπλωματικού ενδιάμεσου. Αν συμφωνεί με αυτά που λέμε, απλώς επαναλαμβάνει (έκο-έκο), αν διαφωνεί, λέει αυτό που νομίζει πως θα έπρεπε να έχουμε πει. Λυπάμαι όποτε αναγκάζομαι να του κάνω παρατήρηση, αλλά αυτή είναι και η προτροπή της ψυχολόγου του δήμου που καμιά φορά περνάει από τον παιδικό σταθμό και μιλάμε οι γονείς μαζί της.

Το άλλο μεγάλο θέμα είναι ο Αλέξανδρος και η εμμονή του με τα βυζιά. Όχι μόνο με τα ίδια τα βυζιά, αλλά και με τη λέξη «βυζιά». Πέφτουν σχεδόν όλοι επάνω του «έλα, βλακείες, χαζομάρες» κτλ, ενώ εγώ περιορίστηκα στο να συμφωνήσουμε να μη λέει κάποιες λέξεις παρά μόνο αν είμαστε μεταξύ μας. Προσπάθησα να το συσχετίσω με άλλα παραδείγματα (κάποιοι δεν θέλουν να τους γαργαλάμε επειδή τους ενοχλεί, οπότε δεν το κάνουμε, ενώ άμα το κάνουμε παιχνίδι και το έχουμε συμφωνήσει, δεν πειράζει κλπ), και πιστεύω πως δεν το λέει πλέον παραέξω. Όταν με ρώτησε γιατί ενοχλεί άλλους η λέξη, τον παρέπεμψα να ρωτήσει τους άλλους.

Τυχαίνουν, έτσι, φορές όπου γίνονται φάσεις σαν να είναι καλεσμένος ο Πανούσης σε τηλεοπτική συνέντευξη²: είμαι μόνος σε ένα δωμάτιο με τον Αλέξανδρο κι αρχίζει ο Αλέξανδρος: «Βυζιά, βυζιά, βυζιά, βυζιά, βυζάρες, βυζάκια, βυζιά, βυζιά…» και δεν σταματάει, οπότε αρχίζω κι εγώ μαζί του. Αν υπάρχει φόβος να ακουστούμε, το κάνουμε χαμηλόφωνα. Μετά από αυτό, επιβεβαιώνει ο Αλέξανδρος: «Μπαμπά, δεν πειράζει που το λέμε μεταξύ μας, ε; Δεν το λέω στο σχολείο!»

Έλα όμως που η απαγόρευση λέξεων ίσως να γίνεται απαγόρευση εννοιών στο παιδικό μυαλό… αναφέρομαι στο «κακή λέξη» = «κακό αντικείμενο».

Σε φάση που έχει κάνει κακά ο Αλέξανδρος και τον πλένω, κοιτάει το δικό μου στήθος³ όπως ανάγλυφα διαγράφεται στη φανέλα και μου λέει:
«Μπαμπά, μου αρέσουν πολύ τα βυζιά σου!»
«Τι λες παιδάκι μου; Των γυναικών είναι πιο ωραία.»
«Όχι, τα δικά σου.»
«Τα δικά μου ή της μαμάς;»
«Τα δικά σου.»
«Τα δικά μου ή της θείας Αλέκας;»
«Τα δικά σου.»
«Τα δικά μου ή της γιαγιάς;» (δεν έχει σημασία ποιας, είναι αμφότερες στόχοι :)
«Τα δικά σου.»

Με ζώσαν τα φίδια: μήπως δεν φταίει μόνο ποιος του έχει κάνει παρατήρηση, αλλά του έχει μείνει κουσούρι; Οπότε έβαλα κι εγώ τα μεγάλα μέσα:

«Τα δικά μου ή της κυρίας Αναστασίας;» (η κυρία του στον παιδικό)
Τα μάτια του εστιάζουν κάπου στο άπειρο κι ένα γλυκό χαμόγελο χαράζεται στα χείλη του, και λέει:
«Της κυρίας Αναστασίας… Χρόνια τα ονειρεύομαι!»

SN(AFU).

Ο Μενέλαος ακόμα περιορίζεται να ασχολείται ο ίδιος με το τθουτθούνι του όποτε θυμάται πως είναι εκεί. Καμιά φορά ζητάει εξυπηρέτηση και από τη μάνα του. Δεν ξέρω τι γίνεται στη συνέχεια.


¹ Το θεάρεστο έργο ενός παππού είναι να εφευρίσκει ολοένα και πιο ευρηματικούς τρόπους να αποφύγει να πει όχι στο αγαπημένο του εγγόνι.

² Τρανό παράδειγμα: ο Καψής καλεί τον Πανούση για συνέντευξη (δυστυχώς δεν το εντόπισα στο youtube). Αραιά και πού, ο Πανούσης πετάει καμιά βωμολοχία και ο Καψής γελώντας του κάνει παρατήρηση και ο Πανούσης υποκριτικά συμφωνεί πως δεν είναι σωστό. Φάση πρώτη: μιλάει ο Καψής, και την ώρα που μιλάει, ακούγεται ο Πανούσης στο υπόβαθρο να λέει χαμηλόφωνα: «πούτσος, πούτσος, πούτσος, πούτσος…». Φάση δεύτερη: ο Καψής φέρνει αντίρρηση στον Πανούση για κάποια λέξη που δεν θυμάμαι τώρα, οπότε ο Πανούσης απαντάει: «Κοιτάξτε, κύριε Καψή μου, η λέξη "τάδε", εν αντιθέσει με τη λέξη "πούτσος"…»

³ επαναλαμβάνω πως έχω την κατατομή γορίλα, οπότε αισθάνομαι την ανάγκη να σας διαβεβαιώσω πως το στήθος μου έχει ΜΥΩΔΕΣ υπόβαθρο και δεν είναι αυτό που αποκαλείται man-boobs! Όχι ότι δεν θα πεταχτούν κάποιοι εξυπνάκηδες να σχολιάσουν σχετικά, αλλά να ξέρετε πως μόνο εγώ λέω την αλήθεια.

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Hush Daddy

Με αφορμή μια σύμπτωση, θυμήθηκα τις πλέον πρόσφατες ατάκες των κανακάρηδων:

Ο Αλέξανδρος δηλώνει πως θέλει να τρώει μόνο μακαρόνια με κιμά και φακές. Του υπενθυμίζω (επειδή πολλές φορές τα έχουμε συζητήσει) τα πλεονεκτήματα του να τρώμε απ' όλα, οπότε με καθησυχάζει: «Όχι, μπαμπά, εννοώ πως αυτά μου αρέσει να τρώω. Και βέβαια θα τρώω απ' όλα, μη συναγχώνεσαι.»

Ο Μενέλαος στο αυτοκίνητο προσπαθεί να με πείσει να πάμε βόλτα γύρω από το Ολυμπιακό Στάδιο, αλλά επειδή είχαμε κάτσει αρκετή ώρα μετά το σχόλασμα στην αυλή του παιδικού σταθμού για να παίξουν, αρνούμαι. Προσπαθεί με γκρίνια να τα καταφέρει, οπότε αρχίζω κι εγώ το παραμύθι («έχεις καταφέρει ποτέ οτιδήποτε μαζί μου κλαίγοντας;» «σας είχα πει ότι άμα κάτσουμε πολλή ώρα στον παιδικό σταθμό ΔΕΝ θα πάμε βόλτα» κλπ), και εκείνος καταφεύγει στη φραστική βία:
«ΜΠΑΜΠΑ! ΜΗ ΜΙΛΑΘ!»
«Γιατί να μη μιλάω; Επειδή έχω δίκιο;» [με ύποπτα ήρεμη φωνή, οπότε την ψυλλιάζεται]
«…Όχι, μπαμπά, θου λέω "μη μιλάθ" για να ακούμε τα τραγούδια.» [στο ραδιόφωνο]
Ε, άμα είναι για να απολαμβάνουμε την τέχνη, ας μη μιλάω κι εγώ. :)

ΥΓ σιχάθηκα τη ζωή μου στο δημοτικό συμβούλιο της Τρίτης για το θέμα των συμβασιούχων. Έμαθα ότι δεν φταίνε οι τωρινοί αλλά οι παραπροηγούμενοι (επειδή προηγούμενοι ήταν οι ίδιοι), είδα τα χαζά πολιτικά τερτίπια, αντιπάθησα τον Δήμαρχο που, όταν μια γονέας εκπρόσωπός μας προσπάθησε να πει αυτά που θέλαμε όπως και είχαμε αιτηθεί, την ρώτησε αρχικά «Εσείς τι μιλάτε; Ποιος σας ψήφισε;» και πιο μετά, επειδή ανέβηκαν οι τόνοι, την είπε προβοκατόρισσα, μας χαρακτήρισε όλους τους παρόντες γονείς ως «κουκουέδες» (δεν το είπε έτσι, είπε ότι κατάλαβε ποια παράταξη εκπροσωπούμε οπότε πετάχτηκε να διαμαρτυρηθεί και ο κουκουές στο δημοτικό συμβούλιο), και αρνήθηκε να καταλάβει ότι με το μειωμένο προσωπικό εδώ και μερικές ημέρες οι παιδικοί σταθμοί του Αμαρουσίου δεν είναι πια τα Ηλύσια Πεδία Των Παιδικών Σταθμών, και αν δεν γκρινιάζαμε τόσα χρόνια ήταν επειδή το προσωπικό ήταν επαρκές. Ανάθεμα τα μυαλά των πολιτικών. Δυστυχώς δεν είχα εγώ το μικρόφωνο, αλλιώς μπορεί να ήμουν τώρα ο πρώτος πολιτικός εξόριστος από έναν δήμο.

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Over coffee


Σχεδόν όλα τα χρόνια που είμαι παντρεμένος, η ένοχη απόλαυση του καφέ στο σπίτι υλοποιείται πάντα ως αυτό που αποκαλείται caffè espresso americano: ένα κύπελλο espresso από την εσπρεσιέρα (κλείνοντας την παροχή νερού όταν το ζουμί αρχίζει να ασπρίζει για να μη «ταγγίσει» η γεύση) αραιωμένο με νερό που έχει ζεσταθεί αλλά δεν έχει βράσει (80-85°C υπολογίζω). Η άλλη εναλλακτική, όταν ξεμένω από εσπρέσο, είναι ελληνικός που έχει βράσει (και πάλι, βγαίνει όταν αρχίζει να φουσκώνει, ανακατεύεται σιγά-σιγά να ξαναπέσουν τα κατακάθια, πάλι λίγο στο μάτι και μετά στο κύπελλο) σε πολύ σιγανή φωτιά.

Δεν είμαι bon-viveur (τα γονίδια μιας προ-προ-προ-προ-προ-γιαγιάς κοντέσας Καμπίτση που ίσως να είχα εκ Κεφαλληνίας, αν υπήρχαν, μάλλον έχουν χαθεί), όμως η συγκεκριμένη γευστική απόλαυση συνεχίζει να μου είναι ακαταμάχητη (μιλάω για απλό Lavazza κόκκινο, ούτε Illy ούτε άλλα πιο περίτεχνα). Μου κακοφαίνεται πια όταν είμαι κάπου και κάνω καφέ από οποιοδήποτε καφέ στιγμής, ή πίνω από καφέ φίλτρου που έχει μείνει κάνα δίωρο. Διευκρινίζω ότι δεν γκρινιάζω στον οποιονδήποτε οικοδεσπότη μου· εμένα μου κακοφαίνεται.

Αφήνω λοιπόν τον πρόλογο για να έρθω στο θέμα, που θυμήθηκα με ενάμιση (ή μισό; ) περίπου χρόνο καθυστέρηση: καλοκαίρι, και είμαι μερικές ημέρες παρέα με τα παιδιά στη μάνα μου, στο Άνω Δασκαλειό κοντά το Σούνιο. Εκεί τριγύρω υπάρχουν και αρκετοί γείτονες που ήταν περίπου γείτονες και στην Ηλιούπολη (πριν πολλά-πολλά χρόνια).

Μια γειτόνισσα, η κυρία Τάδε, έχει τα εξής χαρακτηριστικά: είναι υπεργαμάτη μαγείρισσα (μαγειρεύει πολύ καλά και ποσότητα 2× των αναμενόμενων καλεσμένων της)· είναι άξια μαγαζατόρισσα στο κατάστημα που κρατάει με τον άντρα της· είναι πάρα πολύ καλή γυναίκα· και έχει εμφάνιση που… σε τρομάζει λίγο αν είσαι παιδί. Το λέω απέξω-απέξω αλλά καταλαβαίνετε. Είναι μια περίπτωση που, όταν κάποιος που τη γνωρίζει μιλάει με κάποιον που τη γνώρισε πρόσφατα, πάντα ο διάλογος καταλήγει με ένα «…αλλά είναι πάρα πολύ καλή γυναίκα».

Απόγευμα, λοιπόν, και είμαστε όλοι μαζί καλεσμένοι για καφέ στης κυρίας Τάδε. Πίνω νομίζω έναν ελληνικό, τα παιδιά μασουλάνε κάτι μπισκοτάκια. Εκείνη την περίοδο, ίσως λόγω διαφορετικού γένους (αρσενικό/θηλυκό), διαπίστωσα πως ο Αλέξανδρος πίστευε ότι άλλο άνθρωπος, άλλο γυναίκα· δηλαδή, θεωρούσε πως άνθρωπος είναι ισοδύναμο με άνδρα (σαν μη πολιτικώς ορθό αμερικανάκι, ένα πράμα). Πιστέψτε με, δεν του το είχαμε μάθει στο σπίτι! Είχε καταλήξει μόνος του, ακριβώς όπως όταν ρώταγε «μπαμπά, πώς ανοίγεται το μπουκάλι;» ή όπως ο Μενέλαος κατέληξε πως ο αόριστος του «παίρνω» είναι «έπαρα».

Φανταστείτε, λοιπόν, εμένα την ώρα που έπινα καφέ, και ο Αλέξανδρος να μου δείχνει την κυρία Τάδε και να με ρωτάει μπροστά σε όλους: «Μπαμπά, αυτός είναι άνθρωπος;»

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Script it!

Ο Αλέξανδρος το μεσημέρι δεν κοιμήθηκε, οπότε ήταν αναμενόμενο να κοιμηθεί γρήγορα. (Ο Μενέλαος μια χαρά κοιμήθηκε, αλλά στο φαγητό και στον ύπνο δεν λέει ποτέ όχι. Το λάδι του νονού, που λένε.) Πλύναμε ορχηστρικά τα δόντια μας, και πάμε να ξαπλώσουμε.

Παρλαπίπας όπως πάντα, άρχισε να θέτει θέματα προς συζήτηση, ενώ ο Μενέλαος βολεύτηκε να μου κρατάει ένα δάχτυλο. Κάποια στιγμή, την ώρα που κατόπιν σχετικής ερωτήσεως μιλούσα για τα σαλιγκάρια, ακούω βαριά την ανάσα του Αλέξανδρου και σταματάω την πραγματεία στη μέση μιας πρότασης.

Καμία αντίδραση, βαριά ανάσα (για σχετικά μεγάλες τιμές του βαριά, που άμα ανασαίνω εγώ έτσι η Αθανασία με σκουντάει, ενώ «τα παιδιά είναι παιδιά», τις διακρίσεις μου μέσα).

Βαριά ανάσα.

Περνάει κάνα τρίλεπτο, πάντα με βαριά ανάσα.

Ξαφνικά ανοίγει τα μάτια και μου λέει: «Μπαμπά, εγώ λέω να χαλαρώσουμε λίγο τώρα.»

Κλείνει τα μάτια, βαριά ανάσα.

Τέλος ανάρτησης για ανθρώπους. Έναρξη ανάρτησης για geeks.

Μας έφερε ο πατέρας μου δώρο για τα Χριστούγεννα μια ψηφιακή κορνίζα. 1 GiB εσωτερική μνήμη, παίρνει SD και USB (παίζει και ως host και ως client), με ανάλυση 480×234 (τι ηλίθια ανάλυση, 480×320 θα κάλυπτε τις περισσότερες φωτογραφίες που υπάρχουν).

Τεσπά, λέω «θα φτιάξω σκριπτάκι να προσαρμόζει κατά μέγεθος τις φωτογραφίες και να τις αποθηκεύει απευθείας στην κορνίζα». Με αυθάδεια, το καραστοιχειώδες User's Guide είπε πως όταν κοπιάρεις τις φωτογραφίες από SD ή USB μέσω του λογισμικού της κορνίζας, κάνει μόνο του resize, και αυτό με ενόχλησε, αφού τόλμησε ο κατασκευαστής να πιστέψει ότι θα το κάνει καλύτερα από εμένα. «Ναι», απάντησα, «αλλά βάζεις δύο φωτογραφίες portrait δίπλα-δίπλα για να μη πάει χαμένη τόση ανάλυση;» Σιγή χάρτου από το User's Guide. Όχι παίζουμε. Δεν ξέρω αν σιωπούσε επειδή η απάντηση είναι αρνητική ή επειδή διέκρινε την ειρωνία στα λεγόμενά μου.

Είπα να κοτσάρω και την ημερομηνία (+ώρα και ημέρα της εβδομάδας) σε μια γωνία της κάθε φωτογραφίας, αλλά σε ποια; Η προφανής σκέψη είναι «στη γωνία με τις λιγότερες λεπτομέρειες.» Με χαρά μου διαπίστωσα πως έχω εγκλιματιστεί πλήρως, πια, με τη λογική μιας “scripting” language: δεν έψαξα να προσαρμόσω αλγόριθμους (ας πούμε ανάλυσης κατά Fourier) ώστε να βγάλω συμπέρασμα πού έχω τη λιγότερη λεπτομέρεια, αλλά χρησιμοποίησα απευθείας τα εργαλεία που είχα: αντίγραφο τις τέσσερις γωνίες (ένα παραλληλόγραμμο όπου χωράει το κείμενο που θα αποτυπώσω), θεωρητική αποθήκευση της κάθε μίας γωνίας κατά JPEG. Όποια γωνία θα παρήγαγε το μικρότερο μέγεθος αρχείου, αυτή θα φάει και το κείμενο (αφού σκοτεινιάσει κατά το ήμισυ πρώτα). Μια χαρά δούλεψε το σύστημα.

Επίσης, είπα να αξιοποιήσω και τα EXIF tags· αν όχι κάτι άλλο, κάποιες φωτογραφίες έχουν αποθηκευμένο τον σωστό προσανατολισμό (έτσι το λέμε ελληνικά;) στο orientation tag, οπότε αν δεν το λάβεις υπόψη σου, η portrait βγαίνει landscape.

Το επόμενο βήμα είναι να κάνω και ένα αυτόματο white balance/histogram stretching ώστε να βελτιώνω κάποιες φωτογραφίες που δεν είναι και τόσο άρτια φωτισμένες. Σε δουλειά να βρίσκομαι, να νιώθω χρήσιμος και δημιουργικός.

Διαπίστωσα πως η κορνίζα αυτή (Samsung SPF-71ES) ΔΕΝ καταλαβαίνει γρυ από optimized JPEGs (optimized με την έννοια των παραμέτρων κωδικοποίησης εντροπίας), οπότε αποθηκεύω με τον απλούστερο δυνατό τρόπο για JPEG. Και πάλι, όμως, με quality 90, τα περισσότερα αρχεία δεν ξεπερνούν τα 32 KiB, οπότε πριν γεμίσω τη μνήμη θα πέσω στον περιορισμό που έχει για μέγιστο 4000 (φαντάζομαι εννοούν 4096 στρογγυλό) φωτογραφίες που θα δείχνει σε slideshow.

Και επίσης, πολύ θα μου άρεσε να έχει ένα απλό φωτοκύτταρο/φωτόμετρο, με το οποίο να προσαρμόζει τη φωτεινότητα βάσει των συνθηκών φωτισμού. Αλλά πολλά ζητάω. Μου αρκεί το shuffle με ανακατεμένες αναμνήσεις δόξας και καθημερινότητας.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Processes

Το έγραψα και στο Buzz, το ξαναγράφω εδώ επειδή ζηλεύω τα παιδιά μου και θέλω να τους μοιάσω άμα τυχόν ξαναγεννηθώ:

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ

Καθόταν δίπλα μου στο σαλόνι και αφήνει μια μεγαλοπρεπή πορδή. Τον κοιτάω και μου λέει «Άφησα πορδούλα», όπου το έντονο «ού» στο «πορδούλα» αντιπροσωπεύει το ταυτόχρονο ρέψιμο.

Γεννημένος μάνγκας.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του για ύπνο και εγώ καθόμουν στο πάτωμα δίπλα του επειδή ο άρρωστος μικρός είχε ξαπλώσει παρέα με τη μαμά. Συζητούσαμε για διάφορους ήρωες από παιδικά και μη, αν τους ξέρω εγώ ή όχι, και αν τυχόν δεν τους ήξερα ο Αλέξανδρος έκανε μια μίνι παρουσίαση για να μην είμαι ανενημέρωτος. Θυμόμαστε το “Buzz Lightyear” (αυτό μπαμπά έχουμε χρόνια να το δούμε!) και προσπαθούμε να θυμη8ούμε το όνομα του μεγαλόσωμου καθαριστή. Λέω:
«Πώς τον έλεγαν; Μπρούστερ;… Γούστερ;»
«Γούστερ, μπαμπά!»
«Μμ, είσαι σίγουρος;»
«Ναι, τον έλεγαν Γούστερ, γιατί γούστερε να καθαρίζει με τη σκούπα, αλήθεια σου λέω! Γιατί γελάς, μπαμπά;»

Γεννημένος πολιτικός.

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

A life of crime (to be)

Στιγμές που θα ήθελες να έχεις κάμερα αναμμένη αλλά δυστυχώς δεν.

Αλέξανδρος και Μενέλαος έχουν αδειάσει το μεγάλο καναπέ για να παίξουν Τακέσι (χοροπηδητά ή/και πέσιμο με ορμή), οπότε προτείνω να τους βάλω μουσική. Διαπιστώνω ότι ως δια μαγείας έχουν εξαφανιστεί όλες οι μνήμες σταθμών στο ραδιόφωνο και οι ρυθμίσεις είναι άλαν ντάλον (ο Μενέλαος κοιτούσε αλλού όταν έκανα μια σχετική ερώτηση), και καθώς κάθομαι να προχειροφτιάξω τα πράγματα, ακούω δίπλα μου και γυρνάω να δω:

–Μενέλαε! Μου χάλασες τον Βένομ! [και ακολουθώντας τις οδηγίες μου που έχω προαναφέρει] Γιατί μου τον χάλασες;
–[Μισοκλείνοντας τα μάτια με υφάκι]Γιατί είμαι κακό παιδί…

ΥΓ Αφού το κακό παιδί μπαίνει την τιμωρία του στη γωνία, πάω μέχρι την κουζίνα και με ακολουθεί ο Αλέξανδρος:

–Μπαμπά, ξέρεις τον Μάικλ Τζάκσον;
–[Ζντουπ!] Τον ξέρω τον Μάικλ Τζάκσον.
–Είναι αυτός που έχει πεθάνει;
–[Ζντουπ²!] Ναι, αυτός που έχει πεθάνει είναι. Είπαν για αυτόν στο ραδιόφωνο τώρα;
–Όχι, εγώ από μικρός ξέρω τον Μάικλ Τζάκσον, απλά ήθελα να δω αν είναι αυτός που έχει πεθάνει.

In the quiet words of the Virgin Mary… come again?

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Interpretations

Καθόμουν παρέα με τα παιδιά που ξάπλωσαν, και κάποια στιγμή ο Μενέλαος λέει: «Μπαμπά, θα πεις τη μύγα;» (βλέπε «Μύθοι για την εποχή μας, τελευταία ιστορία).
Ξεκινάω να τη λέω, και σύντομα με διακόπτει ο Μενέλαος.
«Μενέλαε, θες να σταματήσω να λέω το παραμύθι;»
«Ναι.»
Σταματάω, με ρωτάει κάτι, του απαντάω, και συνεχίζουμε παίζοντας «ταιριάζει-ταιριάζει» παρέα με τον Αλέξανδρο (λέω τρία πράγματα, και ο παίκτης διαλέγει δύο που ταιριάζουν περισσότερο μεταξύ τους). Κάποια στιγμή, ο Μενέλαος θυμάται και λέει:
«Μπαμπά, σου είπα να πεις τη μύγα!»
«Ναι, αλλά μου είπες μετά να σταματήσω και σταμάτησα. Δεν ξαναρχίζω τώρα.»
Τον πιάνει το παράπονο, οπότε προσφέρεται ο Αλέξανδρος να του πει τη μύγα. Τη λέει όπως τη θυμόταν, αλλά το κλου της βραδιάς ήταν όταν έφτασε στο τέλος:

«Ηθικό δίδαγμα: δεν υπάρχουν διδάγματα στα παραμύθια.»

Κόντεψα να κατουρηθώ.