Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα vacations. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα vacations. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Summer 13 status report A

Αρκετές νύχτες στις διακοπές, πριν τον ύπνο, είχαμε να δούμε Καραγκιόζη. Πρόχειρος μπερντές ένα λεπτό τραπεζομάντηλο, στο παράθυρο μεταξύ δύο δωματίων (περίεργο ακούγεται, αλλά τα δωμάτια δεν δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα.) Γενικώς παίχτηκαν αρκετές καλές ατάκες (εννοείται πως λόγω συγγενείας ανεχτήκαμε πολλές μιμήσεις πορδών, όπως και τα περιστασιακά οργανωτικά διαλείμματα όπου ο ένας καραγκιοζοπαίχτης καθοδηγεί τον άλλον, ή τσακώνονται για το ποιο έργο θα παίξει, μέχρι να το ανακοινώσει ο Μενέλαος με ένα «αγαπητέ μου κοινό…»), αλλά τώρα θα σας περιγράψω δύο σκηνές (ουσιαστικά μία, αλλά διακεκομμένη) που νομίζω αξίζουν να μείνουν στην ιστορία του κινηματογράφου, εκεί δίπλα στα “Top Secret!” και “Naked Gun”.

Σκηνή: ο Αλέξανδρος ελέγχει τον Καραγκιόζη, ο Μενέλαος τον άλλο Καραγκιόζη, αλλά για να προσπεράσουμε το παράδοξο, λέμε πως είναι ο Σταύρακας ο αδελφός του Καραγκιόζη.

Τσακώνεται ο Καραγκιόζης με το Σταύρακα, οπότε ο Καραγκιόζης καρφώνει σιγά-σιγά στο έδαφος τον Σταύρακα κοπανώντας τον, και ο Σταύρακας θάβεται πλήρως. Ακούγεται επική μουσική, κάτι μεταξύ μουσικής επένδυσης Καραγκιόζη και ταινίας με υπερήρωες:
Νταν-ντα ντα ντα νταν-ντα ντα ντα ντα ντα νταν-ντα ντα ντα νταν (μόνο τρεις νότες όμως)

Το χέρι του Σταύρακα/Καραγκιόζη ξεπροβάλλει αργά από το έδαφος, ο οποίος δεν σταματάει όταν εμφανιστεί ολόκληρος, αλλά συνεχίζει την αργή, ανοδική του πορεία μέχρι να εξαφανιστεί στον ουρανό. Η μουσική σταματάει.

Ο Καραγκιόζης συνεχίζει με ένα μονόλογο, και συντόμως, εντελώς ανύποπτα, ακούγεται πάλι η επική μουσική.

Το χέρι του Καραγκιόζη/Σταύρακα εμφανίζεται στον ουρανό από δεξιά, και με την ίδια αργή πορεία ο Σταύρακας πετάει πάνω από τον Καραγκιόζη μέχρι να εξαφανιστεί αριστερά. Η μουσική σταματάει πάλι. Ξεχνάμε τον Σταύρακα τώρα. Εξαφανίζεται για τα καλά.

Έρχεται ο Μπάρμπα-Γιώργος (δια χειρός Μενέλαου πάλι). Διάλογος με τον Καραγκιόζη, που αναπόφευκτα οδηγεί και πάλι σε τσακωμό, οπότε και πάλι ο Καραγκιόζης καρφώνει στο έδαφος και τον μπάρμπα-Γιώργο, ο οποίος επίσης θάβεται τελείως. Ξανά η επική μουσική, κι ο μπάρμπα-Γιώργος αρχίζει να ανεβαίνει σιγά-σιγά. Ανεβαίνει, ανεβαίνει, και όταν εμφανιστεί ολόκληρος, διαπιστώνουμε πως στέκεται πάνω στους ώμους του Σταύρακα, και συνεχίζουν αμφότεροι την ανοδική πορεία μέχρι να εξαφανιστούν στον ουρανό.

Η μουσική σταματάει πάλι. Τέλος ιστορικής σκηνής.

Σε κατοπινή αναπαράσταση, ο Κολλητήρης σταμάτησε την ανοδική πορεία και άρχισε την αργή πτώση σκυμμένος, ενώ ακούγεται το επεξηγηματικό «αλεξίπτωτο κώλου!» Πιο μετά, σε αντίστοιχη φάση, ακούστηκε και το «αλεξίπτωτο νύφης!».

Εύφημο μνεία αξίζουν και τα ειδικά εφέ: π.χ. όταν κάποια στιγμή ο Καραγκιόζης ρώτησε τον Κολλητήρη αν του άρεσε το φαγητό (παπούτσια με τηγανιτά φλούδια πατάτας), ο Κολλητήρης απάντησε με ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο, ενώ η σκιά του καραγκιοζοπαικτικού ελεύθερου χεριού έκανε το ωστικό κύμα.

Δείγμα διαλόγου:
Α: Είμαι άνεργος εννέα χρόνια. Όταν δούλευα, ξύριζα μουστάκια. Φέρε μου τον αδερφό μου.
Μ: Κάτσε να σου φέρω τον συνάδελφό σου!
Α: Τον αδερφό μου, ρε, όχι τον συνάδελφό μου!
(φωνή από κοινό): Συνάδελφος είναι κι αυτός, ήταν οικογενειακή η επιχείρηση.

Κι άλλο δείγμα διαλόγου:
Ο Καραγκιόζης νύφη εκ δεξιών (Αλέξανδρος), ο μπάρμπα-Γιώργος (Μενέλαος) εξ αριστερών. Ο μπάρμπας φέρνει την νύφη οδηγώντας πολύ γρήγορα. Σταματούν.
Α (νύφη αλλά με κανονική φωνή): Έτρεχες τόσο γρήγορα, που με έπιασε διάρροια και θέλω να χέ-
Μ (ως σκηνοθέτης): Μίλα κοριτσίστικα!
Α (με κοριτσίστικη φωνή): Τα 'φτυσα!

Στην παρέα εγώ με Αθανασία, Γιάννη (νονός Αλέξανδρου, δυστυχώς δεν μπόρεσαν να κάτσουν πολλές ημέρες), Κατερίνα (σύζυξ Ιωάννου), παππού Μενέλαο (γνωστός και ως πεθερός). Δεν θυμάμαι πώς, ίσως λόγω τάσεων της μικρής Χρυσάνθης (του Γιάννη και της Κατερίνας) έχει έρθει η κουβέντα στη Νάντια Κομανέτσι. Μνημονεύουμε το τέλειο δεκάρι της στους Ολυμπιακούς της Μόσχας, πόσο καλή ήταν, πόσο γυναικάρα όπως εξελίχτηκε, έναν πολύ καλό γάμο που έκανε κτλ.

Γιάννης: «Γενικώς, ήταν πολύ καλή και στις ασκήσεις εδάφους, και στη δοκό, παντού. Και, όπως αποδείχτηκε πιο μετά, και στο κρεβάτι.»
Πεθερός: «Α, στην φαρδιά δοκό!»

Κάθομαι στο πεζούλι μεταξύ δρόμου και παραλίας παρέα με τον Αλέξανδρο και το νονό του το Γιάννη. Κάποια στιγμή μου λέει ο Αλέξανδρος: «Μπαμπά, να σου πω τι έχω καταλάβει;»
«Πες μου.»
«Όποτε ερχόμαστε στην παραλία, η μαμά τσακώνεται.»
Τον κοιτώ περιμένοντας τη συνέχεια.
«Τσακώνεται μαζί μου! Συνέχεια τσακωνόμαστε!»
Συνεχίζω να τον κοιτώ, οπότε εξηγεί:
«Φίλε, την έχω περάσει την εφηβεία, είμαι σίγουρος. Από τα επτά πήγα κατευθείαν στα δεκαοκτώ.»

Πιο μετά, κάθομαι στην ψάθα. Η Αθανασία μου φωνάζει μέσα από το νερό: «Χρήστοοοο! Τι ώρα είναι;»

Βγάζω το κινητό από τη μπανάνα να δω την ώρα. Κοιτάζω με στοργή το υπερδεκαετές 5100, που με είχε υπηρετήσει πιστά τόσα χρόνια πριν παροπλιστεί, και που ακμαίο επανήλθε στην ενεργό δράση πέρσι μετά το κυματικό πλήγμα που έχω περιγράψει σε προηγούμενο τεύχος. Η μνήμη μου γεμίζει θύμησες, πόσα έχουμε περάσει μαζί, πόσες φορές το έχω ρίξει επίτηδες λέγοντας ένα δήθεν ανέμελο «α! μου έπεσε!», το κινητό που ήταν ο ακόλουθός μου σε τουλάχιστον δύο σχέσεις μου, και απαντώ στην Αθανασία: «Ώρα να πάρω smartphone!»

Στην αβέβαιη έκφραση της Αθανασίας, απαντώ δια νεύματος πως είναι μία η ώρα.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες, όμως, και βάσει της χρονικής διάρκειας των διακοπών των παιδιών, εξασφαλίσαμε μία μέρα αντρίκιων διακοπών: αύριο Δευτέρα θα καθίσουμε όλη μέρα και θα ματώσουμε από το ξύσιμο στο σπίτι. Η αλλόφυλη μαμά, βέβαια, μας κοίταζε σαν εξωγήινους ή διανοητικά καθυστερημένους, και μας απείλησε ότι θα πάει μόνη της στη θάλασσα (μετάφραση στα Αντρικά: μας υποσχέθηκε να μας αφήσει ήσυχους :) ).

Λίγο πριν ποστάρω, ο Αλέξανδρος δίπλα μου ρωτάει τι κάνω. Του εξηγώ ότι ετοιμάζομαι να αναρτήσω στο διαδίκτυο τις ατάκες του. Κοιτάει και σχολιάζει: «Πω πω, πόσα έχεις γράψει… Διάσημος!»

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Ευπειθώς αναφέρω

Έχουμε παρκάρει τα παιδιά στη Λευκάδα από το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, παρέα με τα πεθερικά μου.

Πριν λίγο χτύπησε το τηλέφωνό μου (ευτυχώς όχι σοβαρά, δεν το βαριέμαι ποτέ αυτό το αστείο, thank you, I'll be here all week) αλλά δεν το πρόλαβα. Το είδα και ήταν κλήση από την πεθερά μου. Κάλεσα πίσω και αμέσως απαντάει ο Αλέξανδρος.

—Μπαμπά!
—Παιδί μου!
—Εγώ σε κάλεσα! Σε βρήκα από τις επαφές και σε πήρα!
—Μπράβο, αγάπη μου!
—Μπαμπά;…
—Ναι, παιδί μου!
—Το τηλέφωνο του παππού το έχεις;
—Το έχω το τηλέφωνο του παππού.
—Θέλω να τον πάρεις και να του πεις πως ο Αλέξανδρος, εγώ δηλαδή, του θυμίζει ότι σήμερα υποσχέθηκε να μη πάει στο καφενείο, αλλά άμα πήγε, να κάτσει λίγο με τον φίλο του τον δάσκαλο και μετά να έρθει επάνω [στο σπίτι].
—Εντάξει, παιδί μου.
—Άντε γεια.

Η γραμμή κλείνει, και εκτελώ πειθήνια τις εντολές του τζούνιορ του πρεσβύτερου.

Προχθές είχε πάλι χτυπήσει το τηλέφωνό μου και ήταν ο πεθερός μου. Μου μίλησε ο Μενέλαος:

—Μπαμπά;
—Παιδί μου!
—Μπαμπά;
—Παιδί μου! [έτσι είναι το πρωτόκολλο μεταξύ μας, double handshake, για λόγους που ίσως μπορείτε να φανταστείτε)
—Μπαμπά, να σου πω κάτι;
—Να μου πεις, αγάπη μου.
—Μπαμπά… [και ψιθυριστά:] είσαι σκατόφατσα.
—Κι εσύ είσαι βρωμιάρης!

(«Βρωμιάρης» και «Σκατόφατσα» είναι τα callsigns που έχουμε στα κράνη μας όταν πετάμε και πολεμάμε.)

Είχαμε βγει πριν κάνα μήνα για καφέ με μια παρέα που γνωριζόμαστε online και έχουμε ένα κοινό χόμπι. Είχε έρθει και η Αθανασία με τα παιδιά, παρέα με το Γιάννη, νονό του Αλέξανδρου (ο Αλέξανδρος έχει αποφασίσει το «νονέ» να το συντομεύει σε «νον»), την σύζυγό του Κατερίνα και τη μικρή τους Χρυσάνθη. Οι τελευταίοι αποφάσισαν να κάτσουν πιο μακριά και να αφήσουν εμάς τους χομπίστες να πούμε τα δικά μας (βασικά θα βαριούνταν αφόρητα την κουβέντα μας). (Παρεμπιπτόντως, από εκείνη την έξοδο περνάω ένα προσωπικό δράμα λόγω ανελέητου δουλέματος από τη γυναίκα μου, αλλά δεν μπορώ να επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Ίσως κάποτε στο μέλλον, όταν τα τραύματα θα έχουν επουλωθεί αρκετά :) )

Δυο μέρες πιο μετά, επρόκειτο να βγω για καφέ να γνωρίσω δύο ακόμα εκλεκτούς συνεργάτες που δεν είχα γνωρίσει ως τότε. Η Αθανασία προλογίζει στα παιδιά:

—Ο μπαμπάς θα βγει πάλι αύριο για καφέ… με γυναίκα.

Ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να μην αντιδράσει:

—Ε, και τι έγινε; Ο μπαμπάς βγαίνει για καφέ με πολλές γυναίκες! Κάθε μία του δίνει πέντε ευρώ για να πληρώσει τον καφέ, και στο τέλος θα μαζέψουμε χίλια ευρώ και θα γίνουμε πλούσιοι!

Τα νοήματα σε αυτή την πρόταση είναι τόσο συμπυκνωμένα και περιπλεγμένα, που αφήνω εσάς να βγάλετε συμπεράσματα μόνοι σας. Δεν μπορώ όμως να μη τονίσω πόσο ενθουσιασμένος είμαι που ο Αλέξανδρος συνδυάζει αβίαστα άφεση, πρακτικότητα και αισιοδοξία. Αφού θα του τάξω ότι εκείνος θα οδηγήσει πρώτος το αυτοκίνητο.

Ο Μενέλαος ένα βράδυ ξαπλωμένος, κι εγώ δίπλα του. Ορέγομαι να δαγκώσω τη γάμπα του και του λέω:

—Θα σε φάω!
—Ναι, αλλά αν με φας, μετά δεν θα έχεις παιδί.
—Μπα, θα έχω τον Αλέξανδρο.
—Δεν είναι το ίδιο.

Ο Μενέλαος παρεμπιπτόντως συνεχίζει να πατάει αδυσώπητα τα κουμπιά της μάνας του (και οποιουδήποτε άλλου εύκαιρου) με μεθόδους τύπου «κλαψούρισμα», «βούρκωμα» κτλ. Μπορεί να μη καταφέρνει πάντα αυτό που θέλει, όμως θα ασκήσει το μερίδιο εξουσίας του. Μη ξεγελιέστε, όμως, από τον τρόπο που μιλάμε ο ένας στον άλλον. Έχει εμπεδώσει ότι ο καλύτερος τρόπος να καταφέρει κάτι μαζί μου, είναι η ευθύτητα, στο βαθμό που μπορεί να την εκφράσει.

Πήγαμε, λοιπόν, το Σ/Κ στη Λευκάδα, και φτάσαμε νωρίς. Προλαβαίναμε να κάνουμε ένα πρωινό μπάνιο. Αφού βουτήξαμε, λοιπόν, καθόμαστε στο πεζούλι ανάμεσα στην παραλία και στο δρόμο, εκεί που παλιά παίζαμε παιχνίδι ποιος θα βρει τις περισσότερες μάρκες αυτοκινήτων. Σταματάει ένα αυτοκίνητο και μας δίνουν κάτι φυλλάδια-προσκλήσεις για παράσταση Καραγκιόζη. Κάτι δεύτερα ξαδέρφια των παιδιών (από εξαδέλφη της Αθανασίας) φτιάχνουν πρόχειρες σαΐτες με τις προσκλήσεις. Ο Μενέλαος μου ζητάει να του φτιάξω κι εκείνου μία, το οποίο και γίνεται.

Προσπαθεί να πετάξει μακριά τη σαΐτα, αλλά δεν τα καταφέρνει. Έρχεται σ' εμένα (τις προηγούμενες ημέρες ήταν παρκαρισμένος στη μάνα μου, πήγαμε τους πήραμε Παρασκευή και Σάββατο πρωί πήγαμε Λευκάδα, οπότε είχε ξεσυνηθίσει λίγο το mode «πώς να τα καταφέρω με τον μπαμπά») και μου λέει σχεδόν κλαψουριστά: «Μπαμπά, γιατί δεν πάει μακριά;»

Τον κοιτάω μια στιγμή, αλλά χαλάλι. «Επειδή την πετάς κόντρα στον άνεμο. Για πέτα την από εκεί!» του λέω, και την πετάω από εκεί. Φτάνει μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο, οπότε στα μάτια του Μενέλαου είναι πια χαμένη υπόθεση. Κανονικό κλαψούρισμα τώρα:

—Γιατί την πέταξες; Κι εγώ… [και τώρα τον κοιτάω κανονικά και με κοιτάει κι εκείνος και θυμάται σε ποιον μιλάει] …κι εγώ που έκανα τόσο κόπο για να σου πω να μου τη φτιάξεις;

Είναι δύσκολη η ζωή και απαιτεί από τα παιδιά πολύ περισσότερη ευελιξία την σήμερον από ό,τι παλαιότερα.

Είχα και κάτι άλλα να πω, αλλά τα έχω ξεχάσει σε όλο αυτό το μεσοδιάστημα της βλογικής απραγίας. Αν μου έρθουν, θα επανέλθω. Τσίριο!

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Θάλασσα πικροθάλασσα

Φέτος στις διακοπές ήταν πολύ πιο χαλαρά τα πράγματα. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει αρκετά και έτσι μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν σε μίνι-εκδρομές σε Πόρτο Κατσίκι (Πρώτο Κατσίκι σύμφωνα με τα παιδιά) και Μεγανήσι χωρίς προβλήματα. Ας χαρούμε το χρονικό παράθυρο όπου, όχι απλώς χαίρονται που περνάνε χρόνο μαζί μας, αλλά γκρινιάζουν και ασκούν βέτο όποτε διεκδικούμε λίγο χρόνο μακριά τους. Σε καμιά δεκαριά χρόνια θα μας βαριούνται.

Ο Αλέξανδρος ζορίζεται λίγο με τα (τριτόκλιτα; δεν θυμάμαι, μπορεί να λέω κοτσάνα τώρα) «διαφανής-διαφανές», «άμμος/έρημος-άμμο/έρημο», οπότε όταν κάνει λάθος, συνήθως επαναλαμβάνω σωστά την πρόταση σε στιλ ότι δεν είμαι σίγουρος τι άκουσα και επαληθεύω. Μια μέρα στην παραλία, όμως, την ώρα που με ένα φίλο έπαιζα σκοποβολή με μπαλάκια στη θάλασσα (ο ένας πετάει ένα μπαλάκι του τένις και ο άλλος προσπαθεί να το πετύχει με άλλο μπαλάκι στον αέρα), με προσεγγίζει ο Αλέξανδρος να παίξουμε φρίσμπι. Του εξηγώ πως είμαι στη μέση από παιχνίδι, οπότε θυμώνει που δεν παίζω μαζί του και μου γυρνά την πλάτη πηγαίνοντας προς έξω, στην ακρογιαλιά. Φωνάζει τον αδερφό του:

«Έλα, Μενέλαε! Δες τι είναι εδώ: κινούμενη άμμο!»
Τον διορθώνω ευθέως: «Κινούμενη άμμος!»
Μου φωνάζει πάνω από τον ώμο του: «Δεν με ενδιαφέρει!»

Τη μια από τις ημέρες που πήγαμε για μπάνιο χωρίς εκείνους, καταλήξαμε στα Πευκούλια παρέα με ένα άλλο ζευγάρι που ήμαστε παρέα. Φυσικά, το σημείο που διάλεξα για να στήσουμε την ομπρέλα δεν ήταν αρκετά κοντά στη θάλασσα, και πήγαμε πολύ πιο κοντά, αγνοώντας ενδείξεις τύπου ξεραμένα φύκια 20 μέτρα στην άμμο μακριά από το νερό. Εξίσου φυσικά, όταν ήρθε ένα κύμα που μας έσκισε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, το δικό μου κινητό ήταν εκείνο που υπέστη τη βαρύτερη ζημιά. Μετά από εντατική παραμονή σε ρύζι, κατάφερα να κάνω μια ευχητήρια κλήση (Δεκαπενταύγουστος γαρ) πριν αποφασίσει το κινητό ότι δεν μπορεί να δουλέψει με τη μπαταρία και θα λειτουργεί μόνο όσο είναι στο ρεύμα (και πάλι θεωρεί πως έχει συνδεδεμένα ταυτόχρονα όλα τα αξεσουάρ όπως ακουστικά και USB καλώδιο). Θα διασώσω όλα τα αρχεία ήχου και εικόνας που θέλω να κρατήσω, αλλά μέχρι να κάτσω να το κάνω, αποφάσισα να γυρίσω σε παραδοσιακές αξίες, και ξετρύπωσα το πανάρχαιο, παροπλισμένο πλην λειτουργικότατο Nokia 5100 (αφού επιστρέψαμε στην Αθήνα αφήνοντας τα παιδιά στη Λευκάδα για δύο εβδομάδες ακόμα).

Τα παιδιά είχαν εξαφανίσει το πληκτρολόγιο, το εξωτερικό πλαστικό κέλυφος είχε διαλυθεί, οπότε παράγγειλα κέλυφος και πληκτρολόγιο από κάποιο μαγαζί. Πάω, το παίρνω, και με το που το βάζω και δοκιμάζω να το ξαναβγάλω, σπάνε λόγω παλαιότητας του πλαστικού οι δύο εσοχές που έχει στο πλάι, όπου πιέζεις για να ανοίξει. Μου έδωσαν το τηλέφωνο του service, αλλά δεν μπήκα στον κόπο. Θα ψάξω να βρω κάποιο κατάστημα όπου θα μπορώ να το δω πριν το αγοράσω. Θέλει και μπαταρία, στα δύο 24ωρα αδειάζει.

Τέλος πάντων, μια από αυτές τις ημέρες δεν πρόλαβα μια εισερχόμενη. Βλέπω ποιος με κάλεσε, τον παίρνω, και μετά χάζεψα και τις άλλες αναπάντητες. «Μπα», λέω, «με πήρε κι η κουμπάρα μου. Πότε πήρε και δεν την άκουσα;» Αφού βλέπω τα στοιχεία της κλήσης, αποφασίζω να την πάρω τηλέφωνο.

«Γεια σου καλή κι αγαπημένη μου κουμπάρα!»
«Γεια σου κι εσένα, χρυσό μου!»
«Είδα ότι μου είχες κάνει μια κλήση, τι με ήθελες;»
«Πότε σου έκανα κλήση;»
«Δεκαπέντε Οκτωβρίου του δύο χιλιάδες επτά.»

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Should have known better

Ανάρτηση με ατάκες του μικρού Μενέλαου (τέλη Οκτώβρη κλείνει τα 4).

Παραμονή Δεκαπενταύγουστου, είμαστε διακοπές· επιστρέφοντας από έξοδο, ο Αλέξανδρος θέλει κακά· βάρδια είναι η Αθανασία να κάτσει μαζί του. Κάθεται και ο Μενέλαος για την παρέα. Εγώ είμαι απέξω και τους ακούω.

Ο Αλέξανδρος εξασκεί τις τεχνικές γλειψίματος που με στοργή προσπαθώ να του διδάξω από μικρός:

«Μαμά, είσαι πανέμορφη! Και ο μπαμπάς είναι… όχι, όχι: μαμά, είσαι ομορφοκόριτσο και ο μπαμπάς είναι ομορφόπαιδο!»
Παρεμβαίνει ο Μενέλαος: «Όχι, η μαμά είναι η πεντάμορφη και ο μπαμπάθ είναι το τέραθ.» Παύση. «Ακούθ, μπαμπά;»

Όχι μόνο ακούω, αλλά τα καταγράφω κιόλας. Τθογλάνι.



Φέτος, ο Μενέλαος αρχικά δεν ήθελε να μπαίνει καθόλου στη θάλασσα. Του πήρε αρκετές μέρες μέχρι να το ξεπεράσει.

Ένα βράδι, στη φάση όπου ακόμα δεν το είχε ξεπεράσει, τους έχω βάλει για ύπνο. Ο Αλέξανδρος έχει κοιμηθεί και με το Μενέλαο συζητάμε περί ανέμων και υδάτων. Κάποια στιγμή που επικεντρώθηκα στα ύδατα, και συγκεκριμένα τον ρώτησα «Θα μπεις καθόλου στη θάλασσα μέχρι να γυρίσουμε στην Αθήνα;», ο Μενέλαος αποφάσισε πως η συζήτηση έλαβε τέλος σε εκείνο ακριβώς το σημείο. Μου λέει:

«Πήγαινε κάτθε με τον Αλέκθανδρο.»
«Γιατί, τελειώσαμε την κουβέντα μας;»
«Εντάκθει… όλα τα 'παμε.»



Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, η οδήγηση γίνεται και πιο ξεκούραστη. Εξηγώ:

Είμαστε σε φανάρι· ανάβει πράσινο και ο μπροστά-μπροστά κοιμάται. Εκφέρω ένα σιγανό: «Άντε, ξύπνα.»

Παρεμβαίνει ο Μενέλαος ακριβώς από πίσω μου.

«Άντε ρε φίλε!»
«Πες τα, αγόρι μου.»
«Τα λέω, μπαμπά! Άντε ρε φίλε με το Τογιότα! Δεν μου αρέθει καθόλου το Τογιότα θου! Μόνο του παππού Μενέλαου μου αρέθει! Εγώ όταν μπαίνω θτο Αβένθιθ οδηγάω καλύτερα από 'θένα!»

Δεν ξέρω πού να ορκιστώ ότι: 1) τα ως άνω καταγράφηκαν όπως ειπώθηκαν, παρότι δεν τα ηχογράφησα 2) to the best of my knowledge, εγώ δεν έχω πει τέτοια πράγματα!

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Ελαφρά πηδηματάκια

Την κάνουμε για διακοπές, και γενικώς λείπαμε χωρίς net access, και λογικά ούτε θα έχουμε. Ήθελα να γράψω και διάφορα κάτι περίεργες ώρες, αλλά δεν είχα ούτε υπολογιστή πρόχειρο για να τα γράψω και να τα ανεβάσω μετά.

Απλώς, κάτι γρήγορο όπου με κούφανε ο Αλέξανδρος:

Έβλεπα αυτή τη σελίδα και ο Αλέξανδρος ήταν δίπλα μου. Μου δείχνει αυτόν που κάθεται δεξιά στη φωτογραφία, και μου λέει: «Είναι ο Ομπάμα αυτός στη φωτογραφία.»

!!1!

Καλές διακοπές σε όσους θα φύγουν από τώρα και στο εξής.

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2008

Προσωρινά πίσω

Για την εβδομάδα αυτή, δηλαδή. Προσπαθώ να δουλέψω, αλλά έχω πολλούς πειρασμούς που δεν με αφήνουν.

Δυστυχώς δεν έφερα βιντεάκια και φωτογραφίες, αλλά θα φέρω.

Όσο έλειπα, όπου δεν είχα σχεδόν καμία επαφή με το δίκτυο (ΔΕΝ είναι μπηχτή, Νίκο :) είχα και διάφορες ιδέες για αρθράκια στο blog. Όπως είπε και ένας νεοαποκτηθείς φίλος (Αργύρη, θα ξεπεράσουμε μαζί αυτόν τον σκόπελο στη σχέση μας), το blog μου δεν έχει ταυτότητα, είναι λίγο απ' όλα, οπότε γι' αυτό δεν έχει και πολλούς αναγνώστες. Του είπα κι εγώ, τον τίτλο του blog δεν τον επέλεξα τυχαία.

Προς το παρόν, κάνω διάλειμμα και προσπαθώ να βρω χαρούμενα τραγούδια (ή τουλάχιστον μπιτάτα) στη συλλογή μου για να κάψω σιδί με εμβιθρί για το καινούριο αυτοκίνητο του Νίκου. Είναι δύσκολο, αλλά το παλεύω. Θα πω και κάνα δύο ψέματα («πω πω, πώς μου ξέφυγε αυτό και το'βαλα;», «τι, δεν είναι χαρούμενο αυτό;», «μα άκου τα λόγια! everything is coming up roses!») και θα τη βγάλω καθαρή.

Σύντομα.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2007

Ρώμη, επτάλοφος πόλη

Ήμουν στη Ρώμη από την Πέμπτη το πρωί μέχρι την Κυριακή το βράδυ, παρέα με σύζυγο και ένα ακόμα ζευγάρι. Επειδή ο καλός ο παπάς ευβλογάει πρώτα τα γένια του, θα βγάλω όσα απωθημένα πρόλαβα να αποκτήσω στις λίγες αυτές ημέρες, αλλά σημειώστε ότι ουσιαστικά κινηθήκαμε στα όρια της τουριστικής περιοχής, οπότε τα απωθημένα μου δεν είναι ενδεικτικά του μέσου τουρίστα. Θα βάλω και φωτογραφίες κάποια στιγμή αργότερα.

Εν πρώτοις, γυναικάρες και θερμούς λατίνους εραστές δεν είδαμε. Μια νταρντάνα είδαμε μόνο, κι αυτή περαστική προς τον κεντρικό σταθμό στο άσχετο, όσο πλήθος λαού διαδήλωνε κατά του Bush. Την πήραμε και βίντεο, αλλά δεν έχω προλάβει να ακόμα επαληθεύσω ότι όντως ήταν άξια βιντεοσκόπησης. Την έλλειψη φίκαρων και κατσαράδων πιστοποίησε (ως δεύτερο ντάτα πόιντ) και ο νονός του μικρού, που έτυχε να βρίσκεται ένα διήμερο στο Κόμο, πιο βόρεια.

Ρίξαμε πολύ περπάτημα, ως αξιοπρεπείς τουρίστες. Πολλά πράγματα μας έκαναν εντύπωση, και θα τα αναφέρω πρώτα συνοπτικά, αναλύοντας αργότερα:

* μεγέθη
* γλώσσα
* νερό!
* φαγητό
* κόστος
* κίνηση

Τα μνημεία τους είναι άκρως επιβλητικά. Μεγάλα μεγέθη, που τα περισσότερα κατασκευάστηκαν όσο η Οθωμανική αυτοκρατορία ασελγούσε επάνω μας. Ψηλοί αρχαιοπρεπείς κίονες, πολυτέλεια στο έπακρο, αρκετά καλά στημένος μηχανισμός αφαίμαξης των τουριστών. Ενδεικτικά, στην πιάτσα ντι Ναβόνε (ή ήταν Ναβόνα;), οι αντίστοιχοι σερβιτόροι της δικής μας Πλάκας και Ψυρρή μας καλούσαν να χαρούμε τον καφέ μας στο μαγαζί τους, και όταν ένας από αυτούς είδε την άνεση με την οποία τον προσπεράσαμε, μας ρώτησε: «Γκρέτσι;» (ο μοναδικός, θα εξηγήσω σε λίγο), «σι» του λέμε. Έβγαλε σημειωματάριο με σημειωμένες εκφράσεις σε διάφορες γλώσσες, και μου κίνησε την περιέργεια, οπότε κοντοστάθηκα. «Στο τσερκάντο λα παρόλα… ουν άτιμο…», και ενώ περίμενα κάτι εντυπωσιακό, βρίσκει τη λέξη, κλείνει χαμογελαστός το σημειωματάριο, και τι μου λέει; «Καλά… καλά…» και με αφήνει. Χάρις στην πολύχρονη εμπειρία μου με εξάδελφο ελληνοϊταλό και στην συχνή παρουσία μου σε καβγάδες του με τη θεία μου, ήμουν πανέτοιμος να τον κατακεραυνώσω με το ισχυρό οπλοστάσιό μου ιταλικών βωμολοχιών, αλλά, δε γαμιέται, απλώς συνέχισα για να προφτάσω τους άλλους. Μιλώντας περί αφαίμαξης, λοιπόν, είχες διάφορους που πόζαραν, είτε ως αγάλματα, είτε ως εκατόνταρχοι κοντά στα μνημεία. Κοντά στο Κολοσέο, ένας εκατόνταρχος μόλις είχε βγάλει δύο φωτογραφίες με μια καλή κυρία, και ο καλός σύζυγος του έτεινε ένα δεκάευρο, αλλά ο καλός εκατόνταρχος shook his head και τσίμπησε μόνος του εικοσάευρο από το πορτοφόλι, εξηγώντας ταυτόχρονα το καθεστώς τιμών στον καλό κύριο, αλλά δεν κάθισα να ακούσω την κουβέντα.

Είδαμε και πολλές προειδοποιήσεις για πορτοφολάδες, κυρίως στο μετρό. Σχεδόν σε όλα τα κτίρια, στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο τα παράθυρα και οι πόρτες είχαν κάγκελα. Θα ανεβάσω και φωτογραφία με αυτοκίνητο παρκαρισμένο, με το τιμόνι δεμένο με αλυσίδα.

Οι έλληνες τουρίστες στη Ρώμη πρέπει να είναι λίγοι, από ό,τι κατάλαβα. Ίσως η πόλη ήταν παλαιότερα υπερβολικά ακριβή για το βαλάντιο των περισσότερων από εμάς, όχι ότι τώρα έχει φτηνήνει ιδιαίτερα, τουλάχιστον στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Όλοι οι υπόλοιποι που προσπάθησαν να μαντέψουν τη φυλή μας, είτε μας ρώταγαν άμεσα αν είμαστε Ισπανοί είτε απλώς μας πέταγαν καμία ισπανική λέξη. Από αγγλικά, οι Ιταλοί γενικώς ωχριούν, ή απλώς τα περιφρονούν. Αγγλικά τους μίλαγες, και συχνά σου απάνταγαν στα ιταλικά. Για παράδειγμα, σκεφτόμασταν μήπως νοικιάσουμε κάποιο αυτοκίνητο την τελευταία ημέρα, ώστε και εκδρομή να πάμε και να φτάσουμε μέχρι το αεροδρόμιο με αυτό. Στη φάση που ήταν μαζεμένοι πολιτσία και καραμπινιέρι για τις διαδηλώσεις, σταματάω δίπλα σε ένα τσούρμο αστυνομικών παρά τη κλούβα, ρωτάω, πού μπορούμε να νοικιάσουμε ένα αυτοκίνητο; Ο ένας κοίταξε τον άλλον, ο άλλος φώναξε τον Μάρκο, ο Μάρκο τον Μικέλε, ο Μικέλε κάποιον μέσα στην κλούβα, κι εγώ υποψιάζομαι ότι ψάχνουν κάποιον να μιλάει αγγλικά. Λέω στον πρώτο, «νον σο κόμε ντίρλο, βολιάμο ούνα αουτομόμπιλε περ βέντι κουάτρο όρε», και το πρόσωπό του φωτίστηκε: «α, νολέτζερε ούνα μάκινα!» Μας έδωσε οδηγίες, αλλά κολλήσαμε τελικά επειδή κανείς δεν είχε αμιγώς πιστωτική κάρτα. Άλλη ιστορία αυτή.

Η πόλη έχει πολύ πράσινο. Είναι σαφώς πιο όμορφη από την πόρνη την Αθήνα. Ωραίος και ο Τίβερης με τις γεφυρούλες του, έστω κι αν είναι μες στη μπίχλα. Ο ναός του Αγίου Πέτρου πολύ καλός, το μουσείο δεν το προλάβαμε λόγω της επίσκεψης του Μπους. Επειδή μέναμε κοντά στο Βατικανό, είπαμε να πάμε Σάββατο, έστω και ρισκάροντας αυξημένη κίνηση. Δεν είχαμε υπολογίσει ότι θα πέρναγε ο Μπους (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μας χαιρέτισε προσωπικά μέσα από το αμάξι του, κι άμα θέλετε το πιστεύετε :) Εμείς, όσο οι καραμπινιέρι μας κρατούσαν σε ένα σημείο (ήμαστε τέσσερις έλληνες με αρκετούς καραμπινιέρι τριγύρω στη γωνία ενός σταυροδρομίου), προβάραμε διάφορα ήπια «δολοφόνοι των λαών ηπατζήδες», επειδή με κάτι «μαλάκας» και «αμερικάνοι» που είχαμε πει, κάνας δύο γύρισαν και μας κοίταξαν.

Το νερό είναι δράμα, αν δεν κουβαλάς μπουκάλι μαζί σου. Υπάρχουν υπαίθριες καντίνες, που μπορεί να είναι φραντσάιζ, αφού όλες οι καντίνες έχουν την ίδια χωροταξία: από αριστερά προς τα δεξιά όπως κοιτάζεις, πρίνγκλς, ποπ κορν, σάντουιτς, λουκάνικα, φοκάτσε κτλ. Τα νερά εκτός ψυγείου είναι άκρη αριστερά, δηλαδή στο πίσω μέρος της καντίνας. Το μπουκαλάκι των 75cl κοστίζει 2€, παρακαλώ. Μιλώντας με τον ευγενικό αγγλομαθή φυλετικό εργάτη (πακιστανοί;), μου εξηγεί, εδώ είναι Ρώμη, αν ζητήσεις νερό έξω, θα το πληρώσεις τα διπλά και βάλε. Δεν έλεγε ψέματα. Πας για καφέ, και νερό δεν σου φέρνουν αν δεν παραγγείλεις, και αν παραγγείλεις σου φέρνουν μπουκάλι. Σε μια φάση, παρέσυρα και τους άλλους να τσιμπήσουμε κάτι στα γρήγορα σε ένα McDonald's (έχουν πιάσει εκεί περισσότερο από ό,τι εδώ), και πιστέψτε με, ο μόνος λόγος που το έκανα αυτό ήταν επειδή αποσκοπούσα να πιω αρκετά υγρά ξοδεύοντας λιγότερο από 2€ ανά 500 ml. Συμφέρει σαφώς να κουβαλάς μπουκαλάκι και να συμπληρώνεις νερό από διάφορες δημόσιες βρύσες που θα βρεις σαν πας στον πηγαιμό για την Ιθάκη (τυπικά, η βία Βένετο αν συνοδεύεις γυναίκα).

Α. Οι περισσότεροι δρόμοι είναι πλακόστρωτοι. Και όσον αφορά την κίνηση και την οδηγική συμπεριφορά που είδαμε, η μόνη εμφανής διαφορά με εμάς ήταν πως όλοι, μα όλοι οι επί διτρόχου εποχούμενοι φορούσαν κράνος. Κατά τα άλλα, και τις σφήνες τους κάνουν, και τα κορναρίσματά τους τα ρίχνουν. Μας είχαν πει πως οι Ιταλοί σταματάνε μπροστά από τις διαβάσεις των πεζών, αλλά μόνο οι μισοί το έκαναν· συνεπώς, όσοι έχετε γνώσεις στατιστικής συμπεραίνετε τώρα πως το αν θα σταματήσει ή όχι ο Ρωμάνος οδηγός μπροστά σε διάβαση πεζών είναι αναντίρρητα θέμα τύχης. Τα φανάρια των πεζών έχουν και πορτοκαλί· μέσω παρατήρησης συμπεράναμε πως, όταν ανάψει το πορτοκαλί για τους πεζούς, μόνο όσοι πρόλαβαν να κατέβουν στο δρόμο συνεχίζουν· οι άλλοι περιμένουν την επόμενη φαναριά. Η συγκοινωνία τους είναι συχνή, και η αίσθηση της επίβασης σε λεωφορείο της Ρώμης μοιάζει πάρα πολύ με εκείνη λεωφορείου της Αθήνας, σε όλα (επιτάχυνση, επιβράδυνση στο τσακ, στροφές, σκαμπανεβάσματα, ήχοι από ανάρτηση). Το μετρό τους είναι σε άσχημη κατάσταση, μυρίζει και λίγο, τα βαγόνια φέρουν μεγάλο μέρος λαϊκής θυμοσοφίας σε μορφή σπρέι, αλλά είχαν μετρό αρκετά πριν από εμάς. Το τυπικό τους εισιτήριο κάνει 1€ και ισχύει για 75′, αλλά για μια διαδρομή του μετρό μόνο (ενώ με λεωφορεία συνεχίζεις άμα θες μέχρι το πέρας του χρόνου). Υπάρχουν και εισιτήρια μονοήμερα ή τριήμερα, αλλά λόγω κάποιας ασυνεννοησίας, δεν φροντίσαμε να εξοπλιστούμε με τέτοια εν καιρώ.

Λοιπόν, στο θέμα του φαγητού. Ίσως ξέρετε τη διαφορά μεταξύ πίτσας ρομάνα και ναπολετάνε. Ίσως όχι. Εμάς μας το είχαν πει, αλλά σιχτιρίσαμε. Να σας το πω εμμέσως. Φανταστείτε έναν ιταλό φίλαθλο που θα δει κάλτσο στην τηλεόραση, και παραγγέλνει πίτσα. Κάποια στιγμή του χτυπάνε το κουδούνι, κοιτάει από το ματάκι, είναι ο πιτσαδόρος. Τον ρωτάει πόσο κάνει, ο πιτσαδόρος απαντάει, ο πελάτης σπρώχνει τα λεφτά κάτω από την πόρτα και ο πιτσαδόρος σπρώχνει την πίτσα (κάτω από την πόρτα επίσης).

Ναι, η πίτσα ρομάνα είναι λεπτή. Και μινιμαλιστική. Στα τέσσερα υλικά, ο πιτσουργός (τουλάχιστον στη Ρώμη) μπλοκάρει, και όταν λέω τέσσερα υλικά, μετρήστε μέσα σε αυτά και τη ζύμη (φύλλο, ίσως), τη σάλτσα (υπάρχουν και πίτσες χωρίς σάλτσα) και την εξαιρετικά σπάνια μοτσαρέλα (σπάνια επάνω στην πίτσα, εννοώ). Το παλέψαμε να βρούμε μαγαζί να σερβίρει πίτσα ναπολετάνα, αλλά δεν προκάμαμε.

Στο εστιατόριο παραγγέλνεις διάφορα πιάτα, τα οποία σου έρχονται με συγκεκριμένη σειρά, και δυστυχώς by default η σαλάτα έρχεται στο τέλος. Τα μακαρόνια (πρώτο πιάτο, και τυπικά μειωμένη μερίδα) είναι εξ ορισμού al dente και με τυρί μόνο αν το λέει η συνταγή (αν και κάποια στιγμή που μπουχτίσαμε και ζητήσαμε κουάλκε μινούτι ντι κοτούρα ντι πιου ε ουν πο ντι πεκορίνο, μας ήρθαν λίγο πιο βρασμένα και μας έφεραν και λίγο εξτρά τριμμένο τυρί να βάλουμε). Τα κύρια πιάτα είναι ακριβώς αυτά που λένε. Π.x. παραγγείλαμε σκαλοπίνια με σάλτσα λεμόνι ως κύριο πιάτο, μας ήρθαν δύο ψιλά σκαλοπίνια με μια αραιή σάλτσα λεμόνι. Καμία γαρνιτούρα. Και το νερό, νεράκι πάντα, ακριβό, και μάλιστα πρέπει να τους πεις να μην είναι αεριούχο. Οποιαδήποτε μορφή σπαγκέτου με σάλτσα αματριτσάνα ήταν η μόνη επιτυχημένη επιλογή στα διάφορα σημεία που είπαμε να φάμε, και ως ποιότητα και ως ποσότητα. Κάποια στιγμή, σε διπλανό τραπέζι σέρβιραν «ινσαλάτα γκρέκα», αλλά παρότι κοιτάζαμε σα λιμασμένοι, δεν μπορέσαμε να εντοπίοουμε ποιο πιάτο ήταν. Ίσως ήταν ένα πιάτο που είχε πολύ μαρούλι και καθόλου ντομάτα ή αγγούρι. Ήταν και το μόνο πιάτο που θύμιζε σαλάτα. Λάδι δεν υπήρχε στο πιάτο αν δεν το έγραφε το μενού.

Ίσως η καλύτερη στιγμή μου φαγητού ήταν όταν παρέσυρα στην ακολασία τον έτερο τσουτσουνοφόρο της παρέας (άλλο που δεν ήθελε, εννοείται) και περάσαμε από ένα μαγαζάκι κοντά εκεί που μέναμε, που είχαμε δει πως είχε και ντονέρ (γνωστό και ως γύρος). Έβγαλε η θείτσα μια πίτα σαν αραβική αλλά πιο άψητη, με κοιτάει, την κοιτάω, της κάνω νεύμα (σε στιλ Τζον Μπελούσι στο Μπλουζμπράδερς στη φάση που του έβαζαν να δοκιμάσει σαμπάνια) βάλε απ' όλα, κι έβαλε απ' όλα: κρεμμύδι, ντομάτα, σάλτσα κόκκινη, σάλτσα άσπρη, καυτερή, μαρούλι, μελιτζανοσαλάτα, ταχινοσαλάτα, μουστάρδα, πίκλες (ως εδώ θυμάμαι, αλλά έβαλε κι άλλα, και γύρο βέβαια). Ένα λεπτό στο φούρνο μικροκυμάτων όσο ετοιμαζόταν ένα δεύτερο ίδιο, πόσο κάνει; μόνο φράγκα επτά, αφού το θέλαμε, το πήραμε, ήπιαμε και μια μπιρίτσα στο σπίτι, μια χαρά με 3,5€ το κομμάτι. Διότι το κόστος γενικότερα στη Ρώμη είναι για τουρίστες που έχουν μάθει σε αντίστοιχες τιμές με αντίστοιχους μισθούς. Όχι ότι δεν υπήρχαν και καλές τιμές σε παπούτσια ή ρούχα (εδώ εμπιστεύομαι το γυναικείο κριτήριο και εμπειρία), αλλά θα επανέλθω (και με φωτογραφίες!) στο θέμα των τιμών, για να εκτιμήσουμε λίγο και την κατάσταση στη χώρα μας.

Η βίλα Μποργκέζε και το περιβάλλον τεράστιο πάρκο είναι μια από τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις, για το υπέροχο πράσινο, για τις συχνές βρυσούλες, και για την τουλάχιστον μια ώρα που κάτσαμε και ξαπλώσαμε στο γρασίδι, ίσως την πιο γαλήνια ώρα στο τετραήμερο παρά κάτι που κάτσαμε στη Ρώμη.

Αυτά επί του παρόντος. Μπορεί να θυμηθώ και άλλα.