Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Θάλασσα πικροθάλασσα

Φέτος στις διακοπές ήταν πολύ πιο χαλαρά τα πράγματα. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει αρκετά και έτσι μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν σε μίνι-εκδρομές σε Πόρτο Κατσίκι (Πρώτο Κατσίκι σύμφωνα με τα παιδιά) και Μεγανήσι χωρίς προβλήματα. Ας χαρούμε το χρονικό παράθυρο όπου, όχι απλώς χαίρονται που περνάνε χρόνο μαζί μας, αλλά γκρινιάζουν και ασκούν βέτο όποτε διεκδικούμε λίγο χρόνο μακριά τους. Σε καμιά δεκαριά χρόνια θα μας βαριούνται.

Ο Αλέξανδρος ζορίζεται λίγο με τα (τριτόκλιτα; δεν θυμάμαι, μπορεί να λέω κοτσάνα τώρα) «διαφανής-διαφανές», «άμμος/έρημος-άμμο/έρημο», οπότε όταν κάνει λάθος, συνήθως επαναλαμβάνω σωστά την πρόταση σε στιλ ότι δεν είμαι σίγουρος τι άκουσα και επαληθεύω. Μια μέρα στην παραλία, όμως, την ώρα που με ένα φίλο έπαιζα σκοποβολή με μπαλάκια στη θάλασσα (ο ένας πετάει ένα μπαλάκι του τένις και ο άλλος προσπαθεί να το πετύχει με άλλο μπαλάκι στον αέρα), με προσεγγίζει ο Αλέξανδρος να παίξουμε φρίσμπι. Του εξηγώ πως είμαι στη μέση από παιχνίδι, οπότε θυμώνει που δεν παίζω μαζί του και μου γυρνά την πλάτη πηγαίνοντας προς έξω, στην ακρογιαλιά. Φωνάζει τον αδερφό του:

«Έλα, Μενέλαε! Δες τι είναι εδώ: κινούμενη άμμο!»
Τον διορθώνω ευθέως: «Κινούμενη άμμος!»
Μου φωνάζει πάνω από τον ώμο του: «Δεν με ενδιαφέρει!»

Τη μια από τις ημέρες που πήγαμε για μπάνιο χωρίς εκείνους, καταλήξαμε στα Πευκούλια παρέα με ένα άλλο ζευγάρι που ήμαστε παρέα. Φυσικά, το σημείο που διάλεξα για να στήσουμε την ομπρέλα δεν ήταν αρκετά κοντά στη θάλασσα, και πήγαμε πολύ πιο κοντά, αγνοώντας ενδείξεις τύπου ξεραμένα φύκια 20 μέτρα στην άμμο μακριά από το νερό. Εξίσου φυσικά, όταν ήρθε ένα κύμα που μας έσκισε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, το δικό μου κινητό ήταν εκείνο που υπέστη τη βαρύτερη ζημιά. Μετά από εντατική παραμονή σε ρύζι, κατάφερα να κάνω μια ευχητήρια κλήση (Δεκαπενταύγουστος γαρ) πριν αποφασίσει το κινητό ότι δεν μπορεί να δουλέψει με τη μπαταρία και θα λειτουργεί μόνο όσο είναι στο ρεύμα (και πάλι θεωρεί πως έχει συνδεδεμένα ταυτόχρονα όλα τα αξεσουάρ όπως ακουστικά και USB καλώδιο). Θα διασώσω όλα τα αρχεία ήχου και εικόνας που θέλω να κρατήσω, αλλά μέχρι να κάτσω να το κάνω, αποφάσισα να γυρίσω σε παραδοσιακές αξίες, και ξετρύπωσα το πανάρχαιο, παροπλισμένο πλην λειτουργικότατο Nokia 5100 (αφού επιστρέψαμε στην Αθήνα αφήνοντας τα παιδιά στη Λευκάδα για δύο εβδομάδες ακόμα).

Τα παιδιά είχαν εξαφανίσει το πληκτρολόγιο, το εξωτερικό πλαστικό κέλυφος είχε διαλυθεί, οπότε παράγγειλα κέλυφος και πληκτρολόγιο από κάποιο μαγαζί. Πάω, το παίρνω, και με το που το βάζω και δοκιμάζω να το ξαναβγάλω, σπάνε λόγω παλαιότητας του πλαστικού οι δύο εσοχές που έχει στο πλάι, όπου πιέζεις για να ανοίξει. Μου έδωσαν το τηλέφωνο του service, αλλά δεν μπήκα στον κόπο. Θα ψάξω να βρω κάποιο κατάστημα όπου θα μπορώ να το δω πριν το αγοράσω. Θέλει και μπαταρία, στα δύο 24ωρα αδειάζει.

Τέλος πάντων, μια από αυτές τις ημέρες δεν πρόλαβα μια εισερχόμενη. Βλέπω ποιος με κάλεσε, τον παίρνω, και μετά χάζεψα και τις άλλες αναπάντητες. «Μπα», λέω, «με πήρε κι η κουμπάρα μου. Πότε πήρε και δεν την άκουσα;» Αφού βλέπω τα στοιχεία της κλήσης, αποφασίζω να την πάρω τηλέφωνο.

«Γεια σου καλή κι αγαπημένη μου κουμπάρα!»
«Γεια σου κι εσένα, χρυσό μου!»
«Είδα ότι μου είχες κάνει μια κλήση, τι με ήθελες;»
«Πότε σου έκανα κλήση;»
«Δεκαπέντε Οκτωβρίου του δύο χιλιάδες επτά.»