Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Πιοτρ Πάβελ Παολίνι (χωρίς ζου)

Μας την έπαιξε ο μικρός. Το τέλος του βιβλίου πλησίαζε αδυσώπητα (και είναι και κοντά χίλιες σελίδες στην ελληνική του έκδοση…), και είχα την απορία πότε και πώς θα κλείσουμε το θέμα. Τελικές συγκρούσεις δεν περιγράφονται σε είκοσι σελίδες, πώς να το κάνουμε; Αλλά, με μια κίνηση DNA, η τριλογία έγινε τετραλογία. Φτου. Άντε να βγει το επόμενο να τελειώνουμε και μ' αυτό το θέμα.

Για να είμαι ειλικρινής, σε κάποια σημεία άφησα νοερά χασμουρητά, αλλά σε γενικές γραμμές, καλό ήταν. Σε αρκετά σημεία θεωρώ πως αναγνώρισα ίχνη της νεαρής ηλικίας του συγγραφέα· από την άλλη, σε άλλα σημεία πέτυχα μεστούς διαλόγους. Ο ίδιος ο συγγραφέας, στις ευχαριστίες, αναφέρει και τον πατέρα του σε σχέση με τους διαλόγους, κάτι που μπορώ να πιστέψω. Τεσπά, η μικρή φυγή μου από την πραγματικότητα έλαβε τέλος.

Στα δικά μας τώρα.

Είμαι θεατής σε ένα αισθηματικό δράμα που διεξάγεται μπροστά στα μάτια μου. Ίσως έχω αναφέρει πως αστειευόμαστε με την Αθανασία όσον αφορά τον παππού Μενέλαο και τον εγγονό Αλέξανδρο: «αυτοί οι δύο τα έχουν πίσω από την πλάτη μας και δεν το ξέρουμε». Η πρώτη αγάπη είναι παντοτινή, και ο παππούς έχει πάθει ταράκουλο με το πρώτο εγγόνι. Αλλά, όπως γίνεται συνήθως, η μπαλάντζα γέρνει.

Το ένα θέμα, είναι η εκμετάλλευση: όταν ο παππούς είναι παρών, ο Αλέξανδρος γίνεται τρομερά κακομαθημένος, αγγίζοντας ίσως την υστερία μέχρι να περάσει το δικό του (ή να παρέμβω εγώ με απειλές, που ξέρει πως θα πραγματοποιήσω· ας πούμε, παιχνίδια του Αλέξανδρου έχουν παρατηρηθεί να πετούν προς πάσα δυνατή κατεύθυνση χωρίς επιστροφή).

Το άλλο θέμα, είναι τα γούστα: ο παππούς παθαίνει φαγούρα όταν κάτσει πάνω από μισάωρο μέσα στο σπίτι, αν πρόκειται για ώρα που θα μπορούσαν να είναι στο καφενείο ή στην παιδική χαρά. Γενικώς, και πριν τον Αλέξανδρο, για ανεξήγητους λόγους δεν μπορούσε να κάθεται πολύ μαζί μέσα στο σπίτι του, πόσο μάλλον τώρα που έχει και παρέα από το σπίτι. Ο Αλέξανδρος, από την άλλη, μπορεί κάλλιστα να κάτσει και να βλέπει παιδικά στην τηλεόραση, ή να παίζει με τα παιχνίδια του. Του αρέσει να βγαίνει, αλλά δεν του είναι ανάγκη.

Το δράμα είναι ο μικρός Μενέλαος, που εκτός από εμφανισιακά χαρακτηριστικά από τον παππού, έχει πάρει και το γονίδιο του «έξω από 'δώ κι όπου να 'ναι». Το παιδί έρχεται, σου φέρνει τα παπούτσια και τα ρούχα του, σου λέει «ούνκου!» δείχνοντας έξω, έξω, ΕΞΩ!, σε τραβάει μέχρι την πόρτα. Με αντιλαμβάνεστε. Τον αντιλαμβάνεστε. Ο παππούς όχι και τόσο. Τον αγαπάει, μη με παρεξηγήσετε, αλλά, για να το θέσω ωμά: ο (μικρός) Μενέλαος δεν είναι ο Αλέξανδρος.

Παίρνει τηλέφωνο ο παππούς να ρωτήσει αν «είναι έτοιμος ο Αλέξανδρος;», και αν δεν είναι, ενημερώνει πως θα περάσει σε λίγο να τον πάρει. Εγώ αρχίζω το τροπάριο: «Αλέξανδρε, έλα να σε ντύσω να βγεις βόλτα με τον παππού.» «Όχι!» λέει εκείνος, επειδή εκείνη την ώρα βλέπει π.χ. το «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος», στη φάση με τα βουνά που γίνονται ηφαίστεια ή το «Μπαμπούλας ΑΕ» για εξάκις χιλιοστή εβδομηκοστή δεύτερη φορά. Ο μικρός ακούει για βόλτα και μαζεύει συμπράγκαλα. Μέχρι να έρθει ο παππούς, ο μεγάλος δεν έχει σαλέψει. Ο μικρός παλεύει να σου δώσει να καταλάβεις πως θέλει να βγει βόλτα. Έρχεται ο παππούς: «Αλέξανδρε, ακόμα να ετοιμαστείς; Πώς θα βγούμε βόλτα, καμάρι;», ο Αλέξανδρος λέει «μετά που θα τελειώσει ο μπαμπούλας», ο παππούς: «Άμα θα περιμένουμε να τελειώσει… Θα σ'το σταματήσει ο μπαμπάς να το συνεχίσεις μετά», παίρνοντας ο ίδιος τα ρούχα του Αλέξανδρου να τον ντύσει, και κουβέντα στην κουβέντα να σηκωθούν να φύγουν, φτου ξελευτερία!, από τη σκλαβιά του σπιτιού.

Κι όλη αυτή την ώρα, ο (μικρός) Μενέλαος μόνο που δεν κρατάει ταμπέλα «ΠΑΡΕ ΕΜΕΝΑ ΠΑΠΠΟΥ!» και δεν χοροπηδάει. Βγαίνει μαζί μου, τελικά, δεν είναι ότι μένει μέσα στο σπίτι. Αλλά την εικόνα την έχετε. Ο Γιώργος που αγαπάει τη Μαίρη που γουστάρει τον Αντώνη.

Η σχετική ερώτηση της πεθεράς μου είναι σωστή (σε φάση που ο Αλέξανδρος κάνει κόνξες και ο παππούς τον απειλεί «θα σηκωθώ να φύγω»): «Γιατί δεν φεύγεις; Πάρε τον Μενέλαο, μια φορά.» Συνήθως, δεν απαντάει ο πεθερός μου, εκτός από μια φορά που είπε «Να πάρω τον Μενέλαο… Ο Μενέλαος είναι μικρός», όπου έλαβε την απάντηση «Και ο Αλέξανδρος μικρός ήταν και τον έπαιρνες». Μια φορά, που ο Αλέξανδρος παραήταν διάολος, ο πεθερός μου όντως σηκώθηκε και βγήκε βόλτα με τον Μενέλαο. Ο Αλέξανδρος έμεινε μέσα. Όταν οι συνώνυμοι παππούς και εγγονός επέστρεψαν από τη βόλτα, μαντέψτε ποιος φαινόταν να αισθάνεται τιμωρημένος. Όχι πάντως ο Αλέξανδρος…

Ιν άδερ νιουζ: αποφασίσαμε να πάρουμε Kia Ceed XL (το station-wagon) ως όχημα της οικογένειας. Ψάξαμε και άλλα, τα ζυγίσαμε, καταλήξαμε εκεί. Το ξεκινάμε. Μας λένε πως το δάνειο δεν εγκρίθηκε: εγώ είμαι άνεργος (κι ας παίζει να πάω σε τράπεζα ή στο δημόσιο, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα) έστω κι αν το περσινό μου εισόδημα υπερέβαινε την αξία του αυτοκινήτου, η Αθανασία πέρσι είχε μικρό εισόδημα (λόγω χρημάτων που έπαιρνε από το ΙΚΑ για "εξίσωση" αδείας εγκυμοσύνης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα). Λέμε, «το δάνειο θα μας το δώσει η Εμπορική. Έχουμε λογαριασμό στην Εμπορική που υπερκαλύπτει το δάνειο.» «Όχι», μας λένε, «βάλτε εγγυητή». «Να βάλουμε τον πατέρα μου ή τον πατέρα της.» «Είναι κάτω από εξήντα; Αν όχι, βρείτε άλλον.» και τα λοιπά. Να μη μακρηγορήσω, τα πήρα.

Τι κάνει, λοιπόν, ένας ώριμος οικογενειάρχης όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τέτοιες αντίξοες συνθήκες; (Εγώ ιδέα δεν έχω, ρωτάω για να μάθω.)

Αυτό που εγώ έκανα, ήταν να πάω σε ένα υποκατάστημα της Εμπορικής, να σηκώσω ό,τι λεφτά είχαμε εκεί για να τα βάλω σε άλλη τράπεζα, και να πω στον πωλητή «προχώρα το, θα το πληρώσουμε μετρητοίς». Λογικά θα το έχουμε σε δυο-τρεις εβδομάδες.

Αυτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φλυαρείτε.