Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Flashbacks

Το μωρό μπουσουλάει από το χολ στο σαλόνι στο σπίτι της Κριμαίας. Τα πλακάκια του χολ είναι κρύα, και θέλει να πάει στη φλοκάτη του σαλονιού, πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Η πόρτα μεταξύ των δύο δωματίων είναι διπλή συρόμενη, και υπάρχει ένα καλώδιο κατά μήκος της λευκής μαρμάρινης λωρίδας μεταξύ πλακακιού και ξύλου. Πολλοί συγγενείς είναι μαζεμένοι στο σαλόνι και γελάνε. Το μωρό φτάνει στη φλοκάτη, αλλά κάποιος, ίσως ένας θείος μακαρίτης πια, το σηκώνει και το γυρνάει πίσω στα πλακάκια. Το μωρό ξαναπάει προς την φλοκάτη, και η σκηνή επαναλαμβάνεται δυο-τρεις φορές.

Το μωρό, πιο μεγάλο αλλά λιγότερο από δυόμισι, στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Είναι πλάι στο διπλό κρεβάτι, και σηκώνεται όρθιο στηριζόμενο στο κρεβάτι. Από την άλλη μεριά, ανάμεσα στο κρεβάτι και την μπαλκονόπορτα, ο πατέρας του και η μάνα του σταματούν τον τσακωμό. Η μάνα λέει: «Όχι μπροστά στο παιδί.»

Του άρεσαν τα χρώματα στο λουλουδάτο σεντόνι του διπλού κρεβατιού.

Η γιαγιά απ' τη μάνα του έχει έρθει επίσκεψη, και ο μικρός την αγαπάει πολύ. Έρχεται η ώρα που θα φύγει, κι ο μικρός δεν θέλει να φύγει η γιαγιά. Η μάνα του τον βγάζει στο μπαλκόνι, είναι ζεστό απόγευμα, και του λέει «κάτσε παίξε, δεν θα φύγει η γιαγιά». Ο μικρός κλαίει. Μετά από λίγο, βλέπει τη γιαγιά του κάτω στο δρόμο να παίρνει το δρόμο για το σπίτι της, και αρχίζει να φωνάζει κλαίγοντας, «γιαγιά! γιαγιά!», ή ίσως απλά «ααααα, αααα».

Πριν τα τρία του, έχει μετακομίσει στην Εστίας, στο σπίτι της γιαγιάς απ' τη μαμά. Έχει πάει επίσκεψη στη γιαγιά από τον πατέρα του, που του έχει μαγειρέψει τα μακαρόνια με την τριμμένη φέτα, που πολύ του αρέσουν.

Η μάνα του παίζει μαζί του με κυβάκια που έχουν γράμματα επάνω στις όψεις. Του φτιάχνει λέξεις, τις χαλάει, και ο μικρός τις ξαναφτιάχνει.

Επίσκεψη στον θείο Κώστα στη Μωραΐτη. Πάει να παίξει με τα παιδιά που μένουν στο απέναντι αριστερά σπίτι με τον μεγάλο κήπο. Έχουν ένα καινούριο τρενάκι που φαντάζει τόσο, μα τόσο επιθυμητό.

Γύρω στα τεσσεράμιση, στο νέο σπίτι της γιαγιάς, στην Ήλιδος, παίζει σε μια αλάνα. Τα σπίτια ήταν πολύ χαμηλότερα τότε στους Αμπελόκηπους. Πιάνει ένα κομμάτι σπασμένο φλιτζάνι και το πετάει πιο πέρα. Νιώθει κάτι ζεστό και υγρό στον αντίχειρά του. Κοιτάει, και βλέπει πολύ αίμα. Βάζει τα κλάματα κι ας μη πονάει, μόνο από την τρομάρα του, και τρέχει για το σπίτι. Το σημάδι στον αντίχειρα υπάρχει ακόμα, μετά από τριανταφεύγα χρόνια.

Οι επισκέψεις με το λεωφορείο μέχρι την νονά κοντά στην πλατεία Καλογήρων, τότε ήταν ταξίδι ολόκληρο. Ο χρόνος πέρναγε ακόμα αργά. Η θέα των γύρω σπιτιών ήταν γοητευτική. Τι ήταν, πρώτος, δεύτερος όροφος;

Όταν έκλεισε τα πέντε, ο Γιώργος και ο Μίλτος, δύο πολύ μεγαλύτερα ξαδέλφια του του κάνουν δώρο το πρώτο δικό του βιβλίο: «Αισώπου Μύθοι».

Ένα γειτονόπουλο είχε αυτοκινητάκι που δεν σπρώχνεις μπρος-πίσω με τα πόδια, αλλά με μπαταρία. Υπέροχο, κι ας μην είχε αρκετή ισχύ να ανηφορίσει την Ήλιδος. Στην κατηφόρα το μοτεράκι ακουγόταν καλύτερα.

Το σπίτι της γιαγιάς, στην αυλή, είχε περιστρεφόμενη σκάλα για την ταράτσα. Καθόταν μαζί με τη γιαγιά όταν εκείνη άπλωνε τα ρούχα, και απέφευγε τον φωταγωγό γιατί φοβόταν μήπως πέσει. Στο διάδρομο από την εξώπορτα μέχρι την άλλη πίσω πόρτα της αυλής, που ήταν κλειστή επειδή ο παππούς είχε ψαρευτικά και άλλα πράγματα και μια κουρτίνα που έκλεινε την αυτοσχέδια αποθήκη, υπήρχαν δύο διακόπτες για τη μία λάμπα. Ζήταγε από κάθε μεγάλο να τον ανεβάζει μέχρι τους διακόπτες, ώστε να καταλάβει ποιος διακόπτης σε ποια θέση ανάβει τη λάμπα.

Ψάρεμα. Ψάρεμα με τον παππού. Δόλωνε τα αγκίστρια με τυρόψωμο. Ιδέα δεν έχει πού πηγαίνανε.

Παίζει με Lego στο σαλόνι της γιαγιάς, και έχει χάσει το κίτρινο κομμάτι που από κάτω είναι αψιδωτό. Καθώς το ψάχνει, θυμάται τη σκηνή, σκύβει πίσω από το πόδι του καναπέ, παίρνει το κομμάτι. (Όταν στην εφηβεία, πια, τού έρχονταν déjà-vu, έκανε το αντίθετο απ' ό,τι θυμόταν, και σταμάτησαν να του έρχονται.)

Του άρεσαν τα σουβλάκια από την Πλάζα, πίτα με ντομάτα και μπιφτέκι μακρύ και λεπτό. Όταν η μάνα του βαριόταν να πηγαίνει μέχρι εκεί και έφερνε από αλλού, εκείνος γκρίνιαζε και έλεγε «δεν είναι από την Πλάζα».

Μια μέρα, παίζει «Μάχη» με τον φίλο του το Νίκο στο δρόμο κι έχουν τσακωθεί. Η μάνα του Νίκου τον φωνάζει να μαζευτεί. Καθώς βλέπει το Νίκο να γυρνάει την πλάτη, σηκώνει μια πέτρα από κάτω και την πετάει στην πλάτη του Νίκου. Ο Νίκος πονάει, κλαίει. Ο μικρός τρώει ξύλο, και μετά πρέπει να ζητήσει συγγνώμη από το Νίκο, παρουσία της μαμάς και του μπαμπά του Νίκου.

Κάποια βράδια έπαιζε Κότζακ, αλλά μετά την ώρα που υποτίθεται πως έπρεπε να κοιμάται. Ήταν αστείος ο φαλακρός με το γλειφιτζούρι. Ο μικρός αρκετές φορές την κοπάναγε από το κρεβάτι του και σερνόταν μέχρι πριν την πόρτα στο σαλόνι, όπου το μόνο φως ήταν η τηλεόραση. Η καρδιά του βάραγε ταμπούρλο μη τον πιάσουν, δεν τα κατάφερνε πάντα.

Πριν πάει σχολείο ακόμα, επίσκεψη στην θεία Πίτσα στη Γορτυνίας. Κοντεύει Πάσχα, και στο απέναντι εγκαταλελειμμένο σπίτι με τη μεγάλη αυλή, χασάπηδες έχουν φέρει αρνιά για σφάξιμο και άμεση πώληση. Βλέπει για πρώτη φορά να κόβουν το λαρύγγι ζωντανού πλάσματος. Κανείς δεν του λέει να φύγει. Η Ηλιούπολη εκεί ψηλά ήταν χωριό.

Λάτρευε τα βουτήματα του Ανδριά. Ανέβα την Ήλιδος, δεξιά Σεβαστουπόλεως, αγαπημένος προορισμός.

Πρώτη δημοτικού, γυρνάει από το σχολείο και όλοι οι συγγενείς είναι μαζεμένοι. Πέθανε ο παππούς από τη μάνα του. Νιώθει τη στεναχώρια των άλλων, νιώθει την απώλεια, αλλά όχι πλήρως. Δεν κλαίει. Τον στέλνουν να πάρει μια γκαζόζα από το μπακάλικο, λίγο πιο πάνω, αλλά δεν είχε. Παρά τις παλαιότερες σχετικές προειδοποιήσεις, ανεβαίνει στο πιο πάνω μπακάλικο, πιο μετά από τη Σεβαστουπόλεως. Στην επιστροφή τρέχει για να κάνει πιο γρήγορα και να μη καταλάβουν πως πήγε στο πιο μακριά. Γλιστράει, και καθώς πέφτει στο έδαφος προσπαθώντας να μη σπάσει το μπουκάλι, ακούει και λάστιχα αυτοκινήτου. Γυρνάει ανάσκελα, και βλέπει τα πόδια του να είναι κάτω από ένα ταξί. Ευτυχώς, όχι κάτω από τις ρόδες. Ο οδηγός του ταξί έχει ήδη βγει, τον έχει τραβήξει και τον ελέγχει. Μια γρατζουνιά μόνο στο γόνατο, κι αυτή από την άσφαλτο. Το ταξί δεν τον ακούμπησε καθόλου. «Είσαι πολύ τυχερό αγόρι», του λέει. Όταν γυρνάει σπίτι, ο μικρός δεν λέει κουβέντα σε κανέναν γι' αυτό.

Πριν τη μετακόμιση στην Ηλιούπολη, δευτέρα δημοτικού, η παιδοπαρέα παίζει έξω στο δρόμο. Κάποιος έχει φέρει ένα περιοδικό ή βιβλίο που έχει ονοματολογία: το όνομα του καθενός λέει πράγματα γι' αυτόν. Το μεγαλύτερο κορίτσι της παρέας, η Βαρβάρα, δωδεκάχρονη και ψηλή, λέει «φέρε μου να δω τι λέει και για 'μένα.» Κοιτάει, και διαβάζει: «Ρομαντική, αλλά… γκρινιάρα!» Σουφρώνει τη μύτη της και γκρινιάζει: «Δεν είμαι γκρινιάρα!»


Αυτά. Δηλαδή, όχι μόνο αυτά. Και άλλα, ελάχιστα όσο πιο πίσω πάω, ολοένα και περισσότερα με το πέρασμα των χρόνων.

Εγώ υποστηρίζω πως τα θυμάμαι αυτά. Ναι, και τα πολύ πίσω. Δεν με πιστεύει κανείς. Ούτε συγγενείς με τους οποίους είχα πιστοποιήσει όποια πράγματα είχαν γίνει. Θα τα είδα σε φωτογραφίες, λένε, ή σε κανένα φιλμάκι που τότε τράβαγαν.

Δεν έχει σημασία. Απλά, οι αναμνήσεις από τα πρώτα σου χρόνια είναι σκόρπιες, ίσως τυχαίες, ίσως όχι. Οι άλλοι παρόντες από τις αναμνήσεις σου ίσως τις θυμούνται κι αυτοί, ίσως όχι. Αλλά είτε πραγματικότητα, είτε φαντασία, είναι χαραγμένες ανεξίτηλα. Και τώρα που έχω περάσει από την αντίπερα μεριά της όχθης, συχνά-πυκνά προσπαθώ να μπω στη θέση των μικρών, και αναρωτιέμαι αν θα τα θυμούνται μετά. Μπορεί.

Προσπαθώ κάθε τι υποψήφιο για χάραγμα να το κάνω ευχάριστο. Μαντέψτε. Δεν τα καταφέρνω πάντα.

13 σχόλια:

  1. Με άγγιξε και με συγκίνησε αυτό το ποστ γιατι χρόνια τώρα πολύ πριν γίνω πατέρας σκέφτομουν ακριβώς έτσι. Θυμάμαι συχνά πράματα σημαντικά ή μη από τα πολύ πρώτα μου παιδικά χρόνια και θέλω και ο γιος μου να δω τι απο αντίστοιχες μνήμες θα κουβαλάει και αυτός μαζί του και αργότερα. Και να τον βοηθήσω να κρατήσει τις πιο ευχάριστες αν γίνεται..
    Και σίγουρα και εγώ δεν τα καταφέρνω...όπως θα ήθελα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η αλήθεια είναι πως από τότε που πήρα χαμπάρι πως με διαβάζουν περισσότεροι από δύο, ήμουν πιο διστακτικός στο να κάνω πουτάνα την ψυχή μου (η έκφραση είναι υπερβολική για αυτό που έκανα εδώ, αλλά μου είναι τόσο παλιά και τόσο δεμένη με συγκεκριμένες καταστάσεις, που γι' αυτό την χρησιμοποίησα). Δεν είμαι 16 χρόνων να βγάζω όλα μα όλα τα σώψυχά μου στη φόρα, ουρλιάζοντας σιωπηλά για ανθρώπινη επαφή.

    Απλά το θέμα των πάρε-δώσε με τα παιδιά είναι πολύ σοβαρό, και ο κύριος σκοπός του άρθρου ήταν να συντονίσω αντίστοιχες χορδές και σε άλλους, τρέχοντες ή μέλλοντες γονείς. Τέτοιες απόπειρες δεν είναι αποτελεσματικές αν δεν εκθέσεις εαυτόν πρώτα.

    Τεσπά, δεν μεγαλουργώ ή κάνω κοινωνικό έργο αυτή τη στιγμή. Και το τρίτο πρόσωπο το χρησιμοποίησα κυρίως για τη σταδιακή μετάβαση: ο αναγνώστης γρήγορα καταλαβαίνει πως είναι προσωπικές εμπειρίες και όχι φανταστικά δημιουργήματα, αλλά επειδή είμαι αλλοπρόσαλλος άνθρωπος (ή τουλάχιστον έχω αλλοπρόσαλλο βλογ), υπέθεσα ότι αν μπούκαρα απευθείας στο πρώτο πρόσωπο ο αναγνώστης θα ξόδευε αλλού τη σκέψη του.

    Είναι και πολλές ιστορίες που μου έχουν συμβεί, που με τα χρόνια έμαθα να τις παρουσιάζω σα να συνέβησαν σε φίλους ή ήμουν απλός μάρτυρας. Μερικές από τις ιστορίες σου, όταν τις λες ο ίδιος, ακούγονται για κομπασμός, οπότε το τρίτο πρόσωπο τις μετατρέπει σε ένα ευχάριστο ανέκδοτο, κι εσύ παραμένεις ανώδυνος κι ακίνδυνος όταν βαριέσαι να προκαλείς τριβές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εγώ απλά να σας πω, πως αυτό που πρέπει να κάνετε σαν γονείς, θα το κάνετε θέλετε δεν θέλετε, και πολλές φορές χωρίς να το καταλάβετε:)
    Και εγώ έχω αναμνήσεις από πολύ μικρές ηλικίες, αλλά μάλλον δεν φταίω εγώ γι' αυτό.
    Φταίει ο παππούς, που όποτε με πήγαινε η μάνα μου στο μαγαζί, μου έδινε ένα χιλιάρικο, να πάρω παιχνίδια. Δυστυχώς αυτό συνεχίστηκε μόνο μέχρι τα 4 μου,(και δεν αναφέρομαι στα παιχνίδια). Θυμάμαι τη σφαλιάρα του πατέρα που όταν του είπα πως δεν έχω να κάνω ορθογραφία, και τελικά είχα. Θυμάμαι Το πρόσωπο της μάνας μου όταν ήρθε στο σχολείο να δει πως τα πάω, και της είπαν:
    καλό παιδί, αλλά δεν διαβάζει...
    Θυμάμαι τη γιαγιά μου και την ικανοποίησή της, όταν επιτέλους έκανα το σταυρό μου με το δεξί. Θυμάμαι την αδερφή μου να με κρατάει αγκαλιά όταν τρόμαζα με μια ταινία.. Γενικώς, θυμάμαι.

    Αν δεν ήταν εκεί η μαμά, η αδερφή, η γιαγιά, ο παππούς, ο μπαμπάς, θείος, θεία, δεν θα θυμόμουν.

    Πιστεύω με τα παραπάνω να αιτιολογώ την αρχική μου πρόταση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Το πάρε-δώσε με τα παιδιά είναι ότι πιο σοβαρό πράμα κάνουμε αυτή την στιγμή στην ζωή μας.
    Και ειλικρινά δεν ξέρω πως θα νιώσω αν σε 30 χρόνια απο τώρα δω ένα αντίστοιχο κείμενο του γιου μου να μιλάει για μια τιμωρία που του έβαλα ή για κάτι τέλος πάντων που τον πίκρανε ανεξίτηλα και διαχρονικά άθελά μου...

    Και ο τρόπος που έκανες αυτό το ποστ πραγματικά συντόνισαν τις δικές μου χορδές με τις δικές σου και είμαι σίγουρος και πολλών ακόμη που θα το διαβάσουν στο μέλλον.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. όμορφη ανάρτηση.

    συχνά είχα κι εγώ τις ίδιες αμφιβολίες για αυτό το θέμα.
    ακόμα τις έχω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Μα για όνομα του Θεού!
    Είναι ότι καλύτερο έχω διαβάσει εδω μέσα , φίλε..... Ωραίος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Μα, όλα αυτά είναι βγαλμένα από τη ζωή. Και η ζωή είναι ωραία. Μη κρίνετε που ακούω μελαγχολική μουσική.
    Ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. το κρινειν κι το κρινεσθαι είναι μέρος της ομορφιάς της ζωής.
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. αλλιώς όλες οι ουσικές θα ήταν ίδιες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Τα πολύ μικρά παιδιά, δεν έχουν διαμορφωμένη ακόμα την κοινωνική ή την Ευκλείδεια θεώρηση των πραγμάτων. Τα πράγματα εγχαράσσονται στη μνήμη τους, και αν τα ανακαλούν κατά καιρούς, τα κουβαλάνε για πάντα.
    Μεγαλώνοντας λίγο, μέχρι τα 5-7, σαφώς έχουν σφαιρικότερη αλλά και πιο κοινωνικά αποδεκτή εικόνα για τα πράγματα. Όπου κοινωνία, οι άνθρωποι με τους οποίους μεγαλώνουν.
    Ένας φίλος (ακολουθώντας το παράδειγμά σου tzot) θυμάται ότι πολύ μικρός έβλεπε την θάλασσα να κατηφορίζει στον ορίζοντα. Το θυμάται ακόμα να έχει τη βεβαιότητα ότι αν κάτι πέσει στο νερό, θα πάρει την κατηφόρα, μέχρι να χαθεί στον ορίζοντα.
    Αλλά πλέον δεν το βλέπει. Εδώ και χρόνια, η θάλασσα στο ορίζοντα είναι ίσια :)

    Tzot, ήταν ένα ωραίο post...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Όπως και το δικό σου post φίλε Acro:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Με τον φίλο του Acro και τη θάλασσα, θυμήθηκα κι εγώ που κάποτε όλη η σκιά μου είχε καθαρό περίγραμμα.

    Δεν μιλάω για μυωπία, αλλά για ύψος. Ο ήλιος δεν είναι φωτεινό σημείο, οπότε όσο πιο ψηλός είσαι, τόσο περισσότερο θολώνει το περίγραμμα της σκιάς σου, ειδικά αυτής του κεφαλιού σου.

    Τι λεπτομέρειες μπορεί να προσέχει κανείς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Φλυαρείτε.