Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Hush Daddy

Με αφορμή μια σύμπτωση, θυμήθηκα τις πλέον πρόσφατες ατάκες των κανακάρηδων:

Ο Αλέξανδρος δηλώνει πως θέλει να τρώει μόνο μακαρόνια με κιμά και φακές. Του υπενθυμίζω (επειδή πολλές φορές τα έχουμε συζητήσει) τα πλεονεκτήματα του να τρώμε απ' όλα, οπότε με καθησυχάζει: «Όχι, μπαμπά, εννοώ πως αυτά μου αρέσει να τρώω. Και βέβαια θα τρώω απ' όλα, μη συναγχώνεσαι.»

Ο Μενέλαος στο αυτοκίνητο προσπαθεί να με πείσει να πάμε βόλτα γύρω από το Ολυμπιακό Στάδιο, αλλά επειδή είχαμε κάτσει αρκετή ώρα μετά το σχόλασμα στην αυλή του παιδικού σταθμού για να παίξουν, αρνούμαι. Προσπαθεί με γκρίνια να τα καταφέρει, οπότε αρχίζω κι εγώ το παραμύθι («έχεις καταφέρει ποτέ οτιδήποτε μαζί μου κλαίγοντας;» «σας είχα πει ότι άμα κάτσουμε πολλή ώρα στον παιδικό σταθμό ΔΕΝ θα πάμε βόλτα» κλπ), και εκείνος καταφεύγει στη φραστική βία:
«ΜΠΑΜΠΑ! ΜΗ ΜΙΛΑΘ!»
«Γιατί να μη μιλάω; Επειδή έχω δίκιο;» [με ύποπτα ήρεμη φωνή, οπότε την ψυλλιάζεται]
«…Όχι, μπαμπά, θου λέω "μη μιλάθ" για να ακούμε τα τραγούδια.» [στο ραδιόφωνο]
Ε, άμα είναι για να απολαμβάνουμε την τέχνη, ας μη μιλάω κι εγώ. :)

ΥΓ σιχάθηκα τη ζωή μου στο δημοτικό συμβούλιο της Τρίτης για το θέμα των συμβασιούχων. Έμαθα ότι δεν φταίνε οι τωρινοί αλλά οι παραπροηγούμενοι (επειδή προηγούμενοι ήταν οι ίδιοι), είδα τα χαζά πολιτικά τερτίπια, αντιπάθησα τον Δήμαρχο που, όταν μια γονέας εκπρόσωπός μας προσπάθησε να πει αυτά που θέλαμε όπως και είχαμε αιτηθεί, την ρώτησε αρχικά «Εσείς τι μιλάτε; Ποιος σας ψήφισε;» και πιο μετά, επειδή ανέβηκαν οι τόνοι, την είπε προβοκατόρισσα, μας χαρακτήρισε όλους τους παρόντες γονείς ως «κουκουέδες» (δεν το είπε έτσι, είπε ότι κατάλαβε ποια παράταξη εκπροσωπούμε οπότε πετάχτηκε να διαμαρτυρηθεί και ο κουκουές στο δημοτικό συμβούλιο), και αρνήθηκε να καταλάβει ότι με το μειωμένο προσωπικό εδώ και μερικές ημέρες οι παιδικοί σταθμοί του Αμαρουσίου δεν είναι πια τα Ηλύσια Πεδία Των Παιδικών Σταθμών, και αν δεν γκρινιάζαμε τόσα χρόνια ήταν επειδή το προσωπικό ήταν επαρκές. Ανάθεμα τα μυαλά των πολιτικών. Δυστυχώς δεν είχα εγώ το μικρόφωνο, αλλιώς μπορεί να ήμουν τώρα ο πρώτος πολιτικός εξόριστος από έναν δήμο.

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Child care

Σε όλους τους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς στο Μαρούσι έχει φύγει προσωπικό· ληγμένες συμβάσεις που δεν ανανεώνονται —οι του δήμου λένε πως φταίει το ΥΠΕΣ που δεν τους επιτρέπει να υπογράψουν νέες συμβάσεις— και οι σταθμοί λειτουργούν με λιγότερο προσωπικό από το λόγο 1÷16 για τα βρέφη ή το 1÷25 του δημοτικού. Ακούω πως το ίδιο ισχύει και για άλλους δήμους.
Οι γονείς κινητοποιούμαστε, αλλά ακόμα είμαστε στη φάση της οργάνωσης (ενημέρωση, υπογραφές για κατάθεση διαμαρτυρίας, αναζήτηση εναλλακτικών). Στην παρούσα φάση, δεν μας απασχολεί πρωτίστως το παιδαγωγικό κομμάτι αλλά το θέμα της ασφάλειας των παιδιών.

Έχουμε υπόψη μας σε ποια δημοτικά συμβούλια να παραστούμε, αλλά οι απαντήσεις που παίρνουμε από τους ιθύνοντες σκιαγραφούν μια ζοφερή πραγματικότητα: «εγώ στη θέση σας θα έπαιρνα τα παιδιά μου από τον παιδικό» (μετάφραση: όσοι έχετε πηγαίνετέ τα σε ιδιωτικό ώστε να μειωθούν τα παιδιά στους δημοτικούς και να μη τραβάμε ζόρι), «έτσι όπως πιέζετε θα κλείσουμε τους παιδικούς, ως δήμος δεν είμαστε υποχρεωμένοι να παρέχουμε σταθμούς» (αμετάφραστο αλλά σαφές, και δεν ξέρω αν ισχύει), «δεν φταίμε εμείς, φταίει ο Ραγκούσης» (και καλά υπάρχουν λεφτά αλλά είναι δεμένα τα χέρια μας), «μήπως προσωρινά®© χρηματοδοτήσετε εσείς οι ίδιοι περαιτέρω προσωπικό» (αυτό απέξω-απέξω…), «τι άλλο να κάνουμε; θα συμπτύξουμε τους παιδικούς» (δηλαδή, με το ίδιο προσωπικό θα μειώσουμε τους σταθμούς, οπότε για τώρα θα έχουμε ακόμα περισσότερα παιδιά ανά παιδαγωγό και από του χρόνου θα μειώσουμε τον αριθμό των παιδιών που θα γίνονται δεκτά).

Η ως τώρα πολιτική μας είναι: δεν χρηματοδοτούμε οι ίδιοι, διότι ουδέν μονιμότερον του προσωρινού· ζητάμε την επαναφορά του υπάρχοντος προσωπικού έστω και με παροχή υπηρεσιών που μπορεί να είναι «παράνομο» (βιελκόμεν ιν ζε μπγιούτιφουλ κάουντρι οφ γκρέι). Ζητάμε τα λεφτά μας (είναι και ακριβός ο δήμος Αμαρουσίου, όπως βλέπω στη ΔΕΗ και στις αναφορές της Τράπεζας της Ελλάδος) να πιάσουν τόπο. Ψάχνουμε να βρούμε μια άκρη κι εμείς.

Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε εμείς: αυτά που κάνουμε τώρα (ενυπόγραφες διαμαρτυρίες στο δήμο, συσπείρωση των πολιτών που χρωματίζεται από την εκάστοτε δημοτική αντιπολίτευση που θα στηρίξει την προσπάθεια)· διαμαρτυρίες στον Συνήγορο του Πολίτη· περαιτέρω ενημέρωση διαδικτυακή (π.χ. η προχειράντζα που τώρα γράφω) ή μέσω δημοσιογραφικών καναλιών (για όσους ενδιαφέρονται ή τους είναι χρήσιμο ένα τέτοιο θέμα στην παρούσα φάση).

Καμιά άλλη ιδέα εσείς;

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Over coffee


Σχεδόν όλα τα χρόνια που είμαι παντρεμένος, η ένοχη απόλαυση του καφέ στο σπίτι υλοποιείται πάντα ως αυτό που αποκαλείται caffè espresso americano: ένα κύπελλο espresso από την εσπρεσιέρα (κλείνοντας την παροχή νερού όταν το ζουμί αρχίζει να ασπρίζει για να μη «ταγγίσει» η γεύση) αραιωμένο με νερό που έχει ζεσταθεί αλλά δεν έχει βράσει (80-85°C υπολογίζω). Η άλλη εναλλακτική, όταν ξεμένω από εσπρέσο, είναι ελληνικός που έχει βράσει (και πάλι, βγαίνει όταν αρχίζει να φουσκώνει, ανακατεύεται σιγά-σιγά να ξαναπέσουν τα κατακάθια, πάλι λίγο στο μάτι και μετά στο κύπελλο) σε πολύ σιγανή φωτιά.

Δεν είμαι bon-viveur (τα γονίδια μιας προ-προ-προ-προ-προ-γιαγιάς κοντέσας Καμπίτση που ίσως να είχα εκ Κεφαλληνίας, αν υπήρχαν, μάλλον έχουν χαθεί), όμως η συγκεκριμένη γευστική απόλαυση συνεχίζει να μου είναι ακαταμάχητη (μιλάω για απλό Lavazza κόκκινο, ούτε Illy ούτε άλλα πιο περίτεχνα). Μου κακοφαίνεται πια όταν είμαι κάπου και κάνω καφέ από οποιοδήποτε καφέ στιγμής, ή πίνω από καφέ φίλτρου που έχει μείνει κάνα δίωρο. Διευκρινίζω ότι δεν γκρινιάζω στον οποιονδήποτε οικοδεσπότη μου· εμένα μου κακοφαίνεται.

Αφήνω λοιπόν τον πρόλογο για να έρθω στο θέμα, που θυμήθηκα με ενάμιση (ή μισό; ) περίπου χρόνο καθυστέρηση: καλοκαίρι, και είμαι μερικές ημέρες παρέα με τα παιδιά στη μάνα μου, στο Άνω Δασκαλειό κοντά το Σούνιο. Εκεί τριγύρω υπάρχουν και αρκετοί γείτονες που ήταν περίπου γείτονες και στην Ηλιούπολη (πριν πολλά-πολλά χρόνια).

Μια γειτόνισσα, η κυρία Τάδε, έχει τα εξής χαρακτηριστικά: είναι υπεργαμάτη μαγείρισσα (μαγειρεύει πολύ καλά και ποσότητα 2× των αναμενόμενων καλεσμένων της)· είναι άξια μαγαζατόρισσα στο κατάστημα που κρατάει με τον άντρα της· είναι πάρα πολύ καλή γυναίκα· και έχει εμφάνιση που… σε τρομάζει λίγο αν είσαι παιδί. Το λέω απέξω-απέξω αλλά καταλαβαίνετε. Είναι μια περίπτωση που, όταν κάποιος που τη γνωρίζει μιλάει με κάποιον που τη γνώρισε πρόσφατα, πάντα ο διάλογος καταλήγει με ένα «…αλλά είναι πάρα πολύ καλή γυναίκα».

Απόγευμα, λοιπόν, και είμαστε όλοι μαζί καλεσμένοι για καφέ στης κυρίας Τάδε. Πίνω νομίζω έναν ελληνικό, τα παιδιά μασουλάνε κάτι μπισκοτάκια. Εκείνη την περίοδο, ίσως λόγω διαφορετικού γένους (αρσενικό/θηλυκό), διαπίστωσα πως ο Αλέξανδρος πίστευε ότι άλλο άνθρωπος, άλλο γυναίκα· δηλαδή, θεωρούσε πως άνθρωπος είναι ισοδύναμο με άνδρα (σαν μη πολιτικώς ορθό αμερικανάκι, ένα πράμα). Πιστέψτε με, δεν του το είχαμε μάθει στο σπίτι! Είχε καταλήξει μόνος του, ακριβώς όπως όταν ρώταγε «μπαμπά, πώς ανοίγεται το μπουκάλι;» ή όπως ο Μενέλαος κατέληξε πως ο αόριστος του «παίρνω» είναι «έπαρα».

Φανταστείτε, λοιπόν, εμένα την ώρα που έπινα καφέ, και ο Αλέξανδρος να μου δείχνει την κυρία Τάδε και να με ρωτάει μπροστά σε όλους: «Μπαμπά, αυτός είναι άνθρωπος;»

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Trader of death

Μετά την αλλαγή του χρόνου, όταν έβαζα αργά τον Αλέξανδρο για ύπνο (ο Μενέλαος ήδη ροχάλιζε), μου εξομολογήθηκε πως το όπλο (ένα βαρβάτο περίστροφο που του είχα δώσει) το είχε φάει. Τι στο καλό κάνει αυτό το παιδί στα όνειρά του, δεν μπορώ να καταλάβω.

Επειδή δεν μπορούσα να τον αφήσω έτσι ανυπεράσπιστο στα τέρατα που καραδοκούν ενίοτε, αναγκάστηκα να του δώσω ένα ακόμα πιο βαρβάτο περίστροφο με διακόπτη που γυρνάει σε λέιζερ καλύτερο από του Μπαζ Λάιτγίαρ που ευτυχώς είχα πρόχειρο. Του εξήγησα πως αυτό έχει χάλια γεύση και να μη το φάει. Μου ζήτησε επιπλέον σχοινί για να δένει τα τέρατα, του έδωσα μια κουλούρα. Δεν του έφτανε αυτό, ήθελε και εγγύηση πως δεν πρόκειται να του τελειώσει. Τον διαβεβαίωσα πως όχι μόνο όσο και να χρησιμοποιήσει θα έχει άλλο τόσο, αλλά είναι και κολλώδες σαν τον ιστό του Σπάιντερμαν. Τρελάθηκε από τη χαρά του.

Πριν από λίγο ξύπνησε και με φώναξε με βραχνή φωνή, και όταν πήγα κοντά του πάλι μουρμούρισε νυσταγμένα κάτι για (ακαθόριστο) και ότι ήθελε αγκαλίτσα. Τον αγκάλιασα και του λέω, «Πάλι ξέχασες το όπλο;», και λίγο χαλάρωσε που το θυμήθηκε. Του λέω, «Για αυτό σου το έδωσα, δεν υπάρχει τίποτα που το όπλο σου να μη το εξαφανίζει.» Κοιμήθηκε πολύ γρήγορα.

In other news: έχω αφήσει μούσια, μήπως γίνω παπάς (αυτοί πληρώνονται καλά) ή ζωστώ φυσέκια και πάρω τα βουνά. Βασικά, κάποια στιγμή είδαν μια παλιά φωτογραφία τα παιδιά· ο Μενέλαος ήθελε πάλι να τα αφήσω, ο Αλέξανδρος είπε «Μπαμπά, ό,τι θέλεις εσύ», η Αθανασία συμφώνησε με τον Μενέλαο, και ο καθένας είχε τους προσωπικούς του λόγους για την άποψη που εξέφερε.

Κάτι ψιλά στα μάγουλα και στο λαιμό χαμηλά τα ξυρίζω· επίσης, μια στο τόσο παίρνω τα γένεια με τη μηχανή κάνοντας ρισέτ στους 1,2 πόντους, αλλά τη μουστάκα, με εξαίρεση το απαραίτητο ψαλίδισμα στη βάση (να μπορώ να τρώω) την σέβομαι και την αφήνω. Μιλάμε για θεϊκή μουστάκα, κάτι τέτοιες σαν του Bradley Whitford δεν πιάνουν μία μπροστά της.

Οι πάνω τρίχες της μουστάκας είναι σχεδόν οριζόντιες και φεύγουν μπροστά (τσουγκρανέισιον· γενικώς, είναι μια μουστάκα-αφάνα όπου τα ανύσματα τριχών έχουν εύρος κατευθύνσεων). Τα χρώματα είναι κυρίως το κανονικό μου σχεδόν μαύρο σκούρο καφέ, με μερικές καστανές (μπλόφα) και μερικές ξανθιές (καμμένα εγκεφαλικά κύτταρα), μία κόκκινη (λόγω μακρινών γονιδίων), μία άσπρη (λόγω ηλικίας). Μπαίνω στον πειρασμό, αφού πέρασα το μήκος τύπου Freddy Mercury και είμαι στο μήκος Sam Elliott και βάλε, να ξυρίσω τα υπόλοιπα και να αφήσω τη μουστάκα μόνο. Ανατριχιάζω! Εσείς;

Οι λόγοι του καθενός για την προσωπική (κυριολεκτικά) μου τριχοφυΐα είναι, ίσως, προφανείς: ο Αλέξανδρος ήταν διπλωματικός επειδή είναι εκ του φυσικού του ευέλικτος, η Αθανασία για να κρύβονται προγούλια και λοιπά πάχητα αφού πάλι έχω πρηστεί τους τελευταίους μήνες, και ο Μενέλαος για να έχει να τραβάει.

Άου.